Επίσκεψη στο Νεραϊδόκηπο

Ο Νεραϊδόκηπος βρίσκεται λίγο έξω από τη κοινότητα του Πεύκου (Μπάλα) Οιχαλίας. 

Είναι μια εκπληκτικά γραφική ύπαιθρο, ζωσμένη με λογής παράξενες ιστορίες και επίμονους θρύλους για πλάσματα αλλόκοσμα, ξωτικά, νεράιδες και νύμφες με σχεδόν μόνιμη παρουσία εκεί. 

Ο Νεραϊδόκηπος είναι πύλη μεταφυσικής για τους λάτρεις του παραδόξου και θησαυρός μελέτης για τους λάτρεις της λαογραφίας. 

Νεραϊδόκηπος
Αεροφωτογραφία της περιοχής με τη Νεραϊδότρυπα να ξεχωρίζει στο μέσον
ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΤΟ ΝΕΡΑΪΔΟΚΗΠΟ

Γράφει η Σ.Κ.
Νεραϊδόκηπος. Πόσο μ’ αρέσει αυτή η ονομασία. Και πόσο ακόμη η ίδια η περιοχή. Είναι ο τόπος που η πραγματικότητα ξυπνά ιστορίες παραμυθιών και η λογική αποζητά την παρέα της φαντασίας. Μόνο που «ψεύτικη φαντασία» δεν έχει καμία σχέση με τούτη δω τη φαντασία στην οποία αναφέρομαι. Μιλώ για φαντασία εντός των ορίων του ρεαλισμού. Η πραγματικότητα απομακρύνει τα συνηθισμένα καθημερινά φαινόμενα από τα μάτια μας και μας παρουσιάζει μια όψη όπου η «μαγεία» του αληθινού κόσμου αποβάλει κάθε είδους στεναχώρια, φόβου ή μιζέριας από την ταλαιπωρημένη ψυχή του καθενός.

Η τοποθεσία αυτή στην οποία αναφέρομαι βρίσκεται στην περιοχή του νομού Μεσσηνίας και συγκεκριμένα στα σύνορα του χωριού Πεύκο «Μπάλα», το οποίο ανήκει στο νομό Οιχαλίας. Το συγκεκριμένο χωριό είναι ορεινό, βρίσκεται στα 500 περίπου μ. Υ. και είναι αρκετά μικρό, αφού πλέον είναι σχεδόν εγκαταλελειμμένο και κατοικούν σε αυτό μονάχα καμιά δεκαριά άνθρωποι, με αποτέλεσμα τα περισσότερα κτήρια να είναι μισογκρεμισμένα, κάνοντας έτσι το χωριό να φαίνεται μικρότερο.

Μπαίνοντας στο χωριό βλέπεις τα πέτρινα σπίτια που πλαισιώνουν την κατοικήσιμη περιοχή δεξιά και αριστερά. Άλλα ψηλότερα, αλλά χαμηλότερα, άλλα κατοικήσιμα και άλλα μισογκρεμισμένα από την εγκατάλειψη τόσων χρόνων.  Διασχίζοντας το μικρό χωριό, φτάνεις σε ένα αρκετά ευρύχωρο άνοιγμα, το οποίο φιλοξενεί κάμποσα πηγάδια, το ένα χτισμένο δίπλα στο άλλο, με απόσταση μεταξύ τους καμιά δεκαριά μέτρων. Τα πηγάδια θα είναι περίπου 5 σε αριθμό. Ακριβώς μετά το άνοιγμα αυτό η άσφαλτος σταματά και ένα μικρό χωμάτινο μονοπάτι ξεκινά μέσα στη πράσινη φύση του βουνού και των μικρών λιβαδιών του. Όσοι μπορούν, θέλουν και έχουν αντοχή στο περπάτημα μπορούν να αφήσουν το αμάξι στο άνοιγμα αυτό (στην άκρη του χωριού) και να συνεχίσουν με τα πόδια την πορεία τους. Όσοι πάλι πιστεύουν πως δεν είναι για μεγάλες πεζοπορίες, ενημερώνω πως το αμάξι μπορεί να προχωρήσει καμιά εκατοσταριά μέτρα μονάχα ακόμη πιο μπροστά. Και αυτό καλό θα ήταν να το κάνετε όσο έχει ακόμη φως ηλίου, διότι τη νύχτα μπορεί να έχετε πρόβλημα με κάποια λακούβα. Το μονοπάτι αυτό πραγματικά δεν είναι τίποτα άλλο από μονοπάτι που οδηγεί στα χωράφια των κατοίκων και στα ζωντανά τους. Αυτό όμως ισχύει μονάχα την ημέρα και με το φως του ήλιου. Την νύχτα όλα αυτά αλλάζουν ενδυμασία και από ταπεινά και καθημερινά μεταμφιέζονται με το επίσημο φόρεμά τους στους ενδιαφερόμενους θέλοντας κυριολεκτικά να τους ξελογιάσουν.


Η δικιά μου προσωπική εμπειρία μπορεί σε κάποιους να φανεί πολύ μαγευτική, αλλά μπορεί σε άλλους να φανεί πολύ απλή, διότι υπάρχουν άνθρωποι που σίγουρα έχουν ζήσει πολύ πιο όμορφα φαινόμενα από αυτά που έχω να πω προς το παρόν για το Νεραϊδόκηπο. Είχα πάει με παρέα. Ποτέ δεν θα πήγαινα χωρίς κάποιον να μου δίνει θάρρος μέσα σε έναν άγνωστο ουσιαστικά τόπο για να τον εξερευνήσω για τέτοια θέματα. Τουλάχιστον όχι την πρώτη μου φορά. Αφήσαμε το αμάξι στο άνοιγμα, δίπλα στα τελευταία σπίτια του χωριού και συνεχίσαμε με τα πόδια από την αρχή του μονοπατιού. 

Από τη πεζοπορεία μας στο Νεραϊδόκηπο
Η ώρα θα ήταν περίπου 00:00 – 00:30. Περασμένα μεσάνυχτα. Όλοι μας γελούσαμε πιστεύοντας πως θα ακούμε πράγματα και ήχους στο σκοτάδι και θα ψευτοτρομάζουμε για να κάνουμε το χαβαλέ μας. Όμως όχι. Είχαμε περπατήσει καμιά εκατοσταριά μέτρα όταν είδα το πιο όμορφο πράγμα στη ζωή μου. Τίποτε άλλο δεν θα μπορέσει να φτάσει το μούδιασμα και την έκσταση που μου  πρόσφερε εκείνο το άσπρο παχύ σύννεφο, που κατέβαινε από την κορυφή του λοφίσκου μπροστά μας σχεδόν τρέχοντας προς τους πρόποδές του και ξαφνικά ΠΟΥΦ ! εξαφανίστηκε ως δια μαγείας σαν να μην υπήρξε ποτέ. Κανένας από την παρέα μου δεν μίλησε εκείνη τη στιγμή. Μονάχα 2 λεπτά αργότερα όλοι αρχίσαμε να φωνάζουμε και να λέμε «Το είδες αυτό;» «Κουνήθηκε τόσο γρήγορα!» «Ήταν σαν τα συννεφάκια στα παραμύθια που κινούνται γρήγορα όταν είναι ζωντανά!» κλπ κλπ. Όλοι είχαμε μαγευτεί. Τίποτα δεν θα μου προσφέρει ξανά αυτή τη λάμψη στα μάτια. 

Συνεχίσαμε ξανά. Δεν ήταν λόγος αυτός για να καθυστερούμε, όσο όμορφο και αν μας είχε φανεί. Θέλαμε να εξερευνήσουμε την περιοχή εν ώρα νύχτας και αν παραμέναμε μονίμως στο ίδιο σημείο δεν θα βλέπαμε τίποτα το αξιόλογο πια. Ήμασταν 6 άτομα και στο μονοπάτι περπατούσαμε ανά δυάδες. Δεξιά και αριστερά ακούγονταν ήχοι από τα φύλλα και τα κλαδιά που γδέρνονταν από τον χειμωνιάτικο άνεμο. Που γδέρνονταν όμως. Όχι που έσπαγαν καταγής. «Τι ήταν αυτό?» ρώτησε ο Κ. «Τίποτα ρε, προχώρα. Όσο τρομάζεις δεν θα καταφέρεις να ξεχωρίσεις το πραγματικό από το φανταστικό» του είπα. Όμως μέσα μου ήξερα πως ο Κ. είχε δίκιο. Και πως το πραγματικό πια δεν είχε καμία απολύτως διαφορά από το φανταστικό. Συνεχίζαμε να περπατάμε ενώ το κρύο μας τύλιγε όλο και πιο πολύ. Τα δάχτυλά μου τα ένιωθα παγωμένα και άκαμπτα πράγμα περίεργο διότι και σε χιόνι μέσα να τα βάλω, δεν νιώθω τόσο έντονα το κρύο στο σώμα μου. Κλαδιά έσπαγαν ανά ώρες γύρω μας. «Το είδατε αυτό?!» φώναξε ο Χ. «Ποιο?» του απάντησε ένα άλλο μέλος της παρέας. «Αυτό εκεί που έτρεχε εδώ δίπλα μας! Εδώ σας λέω, εδώ! Στο χωράφι δίπλα μας!» δεν θέλαμε να μιλήσουμε. Όσο και να ξύπναγε το αίμα μας από όλα αυτά που μας συνέβαιναν δεν παύαμε να ανησυχούμε για το άγνωστο όπως κάθε άνθρωπος φυσικά. «Προχώρα, προχωρήστε» είπε ο Γ. θέλοντας να δώσει δύναμη στους υπόλοιπους παρότι και ο ίδιος είχε χάσει τα μισά του κότσια μετά από αυτό. Τίποτα δεν είχε μπει στο δρόμο μας. Όλα εξελίσσονταν δεξιά και αριστερά, σαν να μας εξέταζαν, σαν να μας παραμόνευαν οι δυνάμεις της περιοχής. Είχαμε πια περπατήσει πολύ βαθιά. Θα ήταν καμιά ώρα που προχωράγαμε μέσα στο μονοπάτι και αποφασίσαμε να σταματήσουμε για να δούμε τι θα κάνουμε. Μπροστά μου στάθηκαν τα 3 άτομα με την πλάτη τους γυρισμένη σε μένα και τα υπόλοιπα 2 κοίταζαν ευθεία στο πρόσωπο τους μπροστινούς μου.  Εγώ είχα μείνει εκτός συζήτησης. Είχα δηλώσει πως είτε συνεχίζαμε είτε επιστρέφαμε δεν θα έφερνα καμία αντίρρηση. Εκεί που συζητούσαν ακούω τον Δ . να λέει «Εσύ τι λες ρε?» και να κοιτάει το κενό δεξιά του για μια στιγμή και έπειτα σαν χαμένος να γυρνά προς τα αριστερά του και να κοιτάζει τον ένα φίλο μας. «Εδώ είσαι?» τον ρώτησε ο Δ. «Ε που θες να ήμουν? Εδώ στάθηκα από την αρχή» του απάντησε εκείνος. «Εγώ είδα μια μαύρη φιγούρα στα δεξιά μου να στέκεται ακίνητη με ανάστημά σου και νόμιζα πως ήσουν εσύ!» φώναξε ο Δ.
Εκείνη τη στιγμή η απόφαση ήταν ομόφωνη. Επιστρέφουμε!


Διαδρομή μιας ώρας, την γυρίσαμε σε 25 περίπου λεπτά! Όλοι ήταν στην τσίτα και κανένας δεν ένιωθε τόσο έντονα το αίσθημα της εξερεύνησης πια. Απλώς θέλαμε να γυρίσουμε πίσω. Μπορώ να πω όμως πως εγώ ακόμη ήθελα να προχωρήσω πιο βαθιά και να ανακαλύψω νέα πράγματα. Δεν μου έφταναν όσα είδα. Όταν πια είχαμε εκατό περίπου μέτρα απόσταση από το αμάξι μας (ακόμη δεν βλέπαμε τίποτα λόγω του φιδίσιου μονοπατιού) γυρνάω, καθώς βρισκόμουν στη μέση της παρέας να μιλήσω στον Δ. τα μάτια μου όμως άνοιξαν διάπλατα και το στόμα μου δεν έβγαζε λέξης για μερικά δευτερόλεπτα. 50εκ. πιο πάνω από το κεφάλι του Δ. βρισκόταν ένας μαύρος εξασθενημένος καπνός 2 περίπου μέτρων και κινούταν με τον ίδιο ρυθμό του φίλου μου. «Τι έπαθες ρε?» με ρώτησε ξέπνοος πιστεύοντας όμως παράλληλα πως μπορεί να έκανα και φάρσα. «Πάμε να φύγουμε τώρα!» είπε έντονα κοφτά χωρίς να φωνάξω με δύναμη. Φυσικά δεν ήθελα να τον τρομάξω και να χάσει την ψυχραιμία του οπότε δεν του είπα τίποτα εκείνη τη στιγμή. (Θέλω να σημειώσω πως τα 2 μέλη της παρέας είχαν φοβηθεί τόσο πολύ που είχαν ΗΔΗ φτάσει στο αμάξι. Φανταστείτε με τι ταχύτητα θα κινούσαν τα πόδια τους. Οπότε είχαμε μείνει πίσω 4 άτομα) Καθώς γύρισα μπροστά μου για να συνεχίσουμε το δρόμο μας ένα κλαδί έσπασε 2 περίπου μέτρα πιο μπροστά από τα πόδια μου. Η ψυχραιμία μου χάθηκε παντελώς εκείνη τη στιγμή και εννοείτε και των υπολοίπων. Ο ήχος μας τρύπησε τα αφτιά μέσα στην χειμερινή βουνίσια σιωπή. Ο αέρας είχε κοπάσει και υπήρχε μονάχα παγωνιά πια. Τίποτα δεν ακουγόταν τόση ώρα μπροστά στο δρόμο μας. Και τώρα ξαφνικά βρισκόταν κάτι ακριβώς μπροστά μας. Φτάσαμε με την καρδιά να πιάνει 200 παλμούς το λεπτό στο αυτοκίνητο σε χρόνο μηδέν βάλαμε μπροστά και φύγαμε. Καθώς τα μέλη του σώματός μας άρχιζαν να ζεσταίνονται και το μυαλό μας να επαναλειτουργεί, αρχίσαμε να λέμε μεταξύ μας όλα όσα είδε άκουσε και ένιωσε ο καθένας. Η εμπειρία ξανακύλησε μέσα μας με θαυμασμό πλέον και δέος για τα όσα συνέβησαν εκείνο το βράδυ.

Από τα 6 μέλη της παρέας εκείνης της νύχτας, τα 5 ξαναπήγαμε στο Νεραϊδόκηπο αρκετές φορές ξανά, αλλά με το φως του ήλιου. Αδημονούμε πια για την στιγμή που θα ξαναβρεθούμε εκεί πέρα εν ώρα μαγείας και εν ώρα νύχτας.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΚΗΔΕΙΑΣ

Οι γλωσσικοί μας ιδιωματισμοί

Ο Μεσσηνιακός πόλεμος, ο Αριστομένης και η Σπάρτη