Η Μερόπη στα 1933 – 1936


Μέρος πρώτο

Η παρούσα ανάρτηση είναι το πρώτο από τα τρία μέρη με τα οποία θα παρουσιάσουμε το θέμα «Η Μερόπη στα 1933 – 1936). Πρόκειται για μια πολύ μεγάλης σημασίας για την Μερόπη έρευνα, τόσο από άποψη ιστορική, λαογραφική όσο και από άποψη τοπογραφική, διοικητική και οικονομική. Οι πηγές από τις οποίες θα αντλήσουμε τις πληροφορίες για αυτή την παρουσίαση είναι τα αρχεία των γεωργοοικονομικών μελετών της τεχνικής υπηρεσίας της Αγροτικής Τράπεζας. Συγκεκριμένα, την τετραετία 1933 – 1936, ο κάμπος της Άνω Μεσσηνίας μπήκε στο «μικροσκόπιο» της τεχνικής υπηρεσίας των γεωργοοικονομικών μελετών, στην κυριολεξία. Σκοπός αυτής της επιστημονικής έρευνας ήταν η σύνταξη μιας έκθεσης, βάση της οποίας η Α.Τ.Ε θα καθόριζε τα επενδυτικά και οικονομικά της προγράμματα στην περιοχή. Λίγα χρόνια αργότερα, ο τόπος μας έζησε υπό την Γερμανοϊταλική κατοχή. Οι συγκυρίες άλλαξαν, τα σχέδια των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ανατράπηκαν, και τα αρχεία παύοντας να έχουν πια αξία, πετάχτηκαν. Για πολλά χρόνια, ήταν χαμένα ανάμεσα σε στοίβες σκονισμένων αντικειμένων ενός ασήμαντου παλιατζίδικου. Από κει τα ανασύραμε και τα ξαναφέρνουμε στο φως έπειτα από τόσες δεκαετίες, για να φωτίσουμε μέσα από αυτά την Μερόπη μιας άλλης εποχής, με απίστευτες λεπτομέρειες. Αν και οι πληροφορίες που θα αντλήσουμε, επιλέγουμε να αφορούν και να αναφέρονται στη Μερόπη, πολλές από αυτές είναι κοινές για όλα τα γύρω χωριά.

Οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες στην Μερόπη

Ας ξεκινήσουμε πρώτα να δούμε τα πληθυσμιακά στατιστικά στοιχεία της Μερόπης όπως αυτά προκύπτουν από την απογραφή του 1928: Το σύνολο το κατοίκων (όλων των συνοικισμών) ήταν 1923 άτομα, εκ των οποίων 949 άνδρες και 974 γυναίκες. Υπολογίστηκε από την έρευνα, ότι ο πληθυσμός του 1938, θα ήταν 2209 κάτοικοι. Οι οικογένειες που απ’ αριθμούσε το χωριό ήταν 350, με 6,3 άτομα ανά οικογένεια. Η ετήσια αύξηση λόγο γεννήσεων ήταν 3,07% ενώ αντιστοίχως η μείωση λόγω θανάτων 1,74%, δηλαδή η πραγματική ετήσια αύξηση του πληθυσμού των κατοίκων ήταν 1,33%. Κατά τη τετραετία αυτή αναλογούν 6 γάμοι κατά έτος. Οι γάμοι συντελούνταν στους μεν άντρες σε ηλικία 25 – 35 ετών, στις δε γυναίκες από 20 -30 ετών. «Η τάσις προς νύμφευσιν κατά τα τελευταία έτη ολονέν ελλαττούνται και τούτο οφείλεται εις την μείωσιν του εισοδήματος και εις το μεγάλο κόστος ζωής ως και εις τας νέας περί γάμου αντιλήψεις».

Μετακινήσεις του πληθυσμού της Μερόπης. Παρ’ όλο που οι κλιματολογικές και οικονομικές συνθήκες της περιοχής επέτρεπαν στους κατοίκους του χωριού να αναπτύξουν τις δυνάμεις τους σε όλα τα επίπεδα, προς διεύρυνση τη οικονομικής τους ζωής, παρατηρούμε μια μετακίνηση ενός ποσοστού των κατοίκων, είτε μόνιμη είτε περιοδική.
Μόνιμες μετακινήσεις διακρίνουμε:
α) Των μεταναστών στην Αμερική. Η μετανάστευση άρχισε από το 1902 και βρίσκεται στην μεγάλη της ένταση μέχρι το 1912, οπότε οι περισσότεροι επιστρέφουν για να καταταγούν στο στρατό. Μετά το 1912 η κίνηση προς την Αμερική μειώθηκε ως που έπαυσε μετά το 1920. Αρχικά οι μετανάστες Μεροπαίοι έστελναν μεγάλα χρηματικά ποσά στις οικογένειές τους, κατόπιν όμως της κρίσης και της δημιουργίας δικών τους οικογενειών περιόρισαν πολύ τα εμβάσματα. Πάντως η μετανάστευση στην Αμερική ανέπλασε και ενίσχυσε οικονομικά τους κατοίκους της Μερόπης. Τα εκάστοτε εμβάσματα χρησιμοποιούνταν συνήθως «ως προιξ δια την νύμφευσιν των αδελφών των, δια την αγορά κτημάτων και δια την ανέγερσιν οικιών».
β) Αυτοί που μετέβησαν στην Αθήνα ή σ’ άλλες πόλεις, αρχικώς περιοδικά και κατόπιν μόνιμα. Αφότου απαγορεύτηκε η μετανάστευση, η διαβίωση πολλών κατοίκων έγινε δύσκολη και πολλοί από αυτούς μετέβησαν στην Αθήνα για αναζήτηση εργασίας δουλεύοντας ως υπάλληλοι κυρίως στο Αστυνομικό σώμα και στην Ηλεκτρική Εταιρία.
Περιοδικές μετακινήσεις: Αρκετοί συκοπαραγωγοί της Μερόπης, αλλά και άλλοι που καλλιεργούσαν το καλοκαίρι αραβοσίτη και μποστάνια, εκτός των αγροτικών τους κατοικιών εντός του σχεδιαγράμματος του χωριού, είχαν και τα οικήματα (συνήθως ένα δωμάτιο «συκόσπιτο») που βρίσκονταν εντός των κτημάτων και έξω από το χωριό, τα οποία χρησίμευαν αφενός για την στέγαση της αγροτικής οικογένειας κατά την τρίμηνη καλοκαιρινή περίοδο της συλλογής και αποξήρανσης των γεωργικών προϊόντων και αφετέρου για την προσωρινή αποθήκευση της σοδειάς και διαρκή φύλαξη καλαμωτών, τζιβιερών κλπ.

Φυλετική σύνθεση και ψυχικοί χαρακτήρες. «Ο πληθυσμός της Μερόπης είναι γηγενής. «…» Είναι πλέον φιλόδικοι και συχνά καταφεύγουν στον φόνον δια να λύσουν ζητήματα τιμής. Δεν είναι πλέον οικονόμοι, άπαντες όμως είναι ευφυείς, εργατικοί και δραστήριοι».

Συνθήκες διαβίωσης:
Κατοικία: Επικρατούσε η ανώγεια ή ημιανώγεια κατοικία. Τα περισσότερα σπίτια ήταν σχετικά ευρύχωρα, χωρισμένα σε δύο ως τρία δωμάτια, με κεραμική στέγη και με καλαμωτή ή σανιδένια οροφή. Ήταν επιχρισμένα μόνο εσωτερικά κι αυτό όχι πάντα, και ελάχιστα εξωτερικώς, με λίγα και μικρά συνήθως παράθυρα, με ξύλινα κουφώματα και με παραθυρόφυλλα μονόφυλλα ή δίφυλλα συνήθως χωρίς τζάμι. Το ισόγειο χρησιμοποιούνταν συχνά για τη διαμονή της οικογένειας κατά το χειμώνα. Ως στάβλος χρησιμοποιούνταν το υπόγειο και το ισόγειο, συχνά όμως και ιδιαίτερο κτίσμα εντός της αυλής του σπιτιού. Μπροστά σε όλες τις κατοικίες υπήρχε αυλή, περιτοιχισμένη με μάντρα ή με σύρμα. Εντός της αυλής υπήρχε ο φούρνος, το πλυσταριό και κάποια μουριά ή κληματαριά. Μια εξωτερική ξύλινη ή πέτρινη σκάλα οδηγούσε σ’ ένα υπόστεγο, το χαγιάτι, το οποίο βρισκόταν μπροστά στη κύρια είσοδο του ανωγείου. Στα περισσότερα σπίτια υπήρχαν μόνο τα απαραίτητα έπιπλα, δηλαδή, ένας μικρός καθρέφτης, τραπέζι, λίγες καρέκλες και ξύλινο κρεβάτι. Όλες οι οικογένειες είχαν αρκετά μάλλινα σκεπάσματα, λίγα λευκά, και τα πλέον απαραίτητα οικιακά σκεύη.

Διατροφή: Οι κάτοικοι της Μερόπης είχαν ως βάση της διατροφής τους το ψωμί, για την παρασκευή του οποίου χρησιμοποιούσαν σιτάρι αναμιγμένο με αραβόσιτο και κριθάρι σε αναλογία 10 – 40%. Για κάθε άτομο της οικογένειας αντιστοιχούσαν 170 οκάδες (218 κιλά) σιταριού ή σιταριού μετ’ αραβοσίτου ή κριθαριού. Η παραγόμενη ποσότητα δεν επαρκούσε για να καλύψει τις ανάγκες της κατανάλωσης, γι’ αυτό και αγόραζαν την επιπλέον ποσότητα σιτάλευρου από το εμπόριο.
Για πρωινό λάμβαναν το φαγητό που τους είχε απομείνει από το προηγούμενο βράδυ ή ψωμί με λίγο τυρί ή τσάι ή καφέ και πολλοί λάμβαναν ψωμί με κρασί. Το μεσημεριανό και βραδινό φαγητό που μαγείρευαν ήταν σύνηθες. Γινόταν μεγάλη χρήση αγριολάχανων αλλά και καλλιεργημένων λαχανικών. Από τα καλλιεργήσιμα λαχανικά καταναλώνονταν περισσότερο η ντομάτα, τα χλωρά φασόλια, και διάφορα είδη κραμπολάχανου. Το χειμώνα έκαναν χρήση οσπρίων, κυρίως φασόλια (λόπια), φακές και κουκιά. Το λάδι ήταν η κύρια λιπαρή ουσία για την μαγειρική τους. Κατά μέσο όρο μια οικογένεια χρησιμοποιούσε 120 οκάδες (154 κιλά) λάδι το χρόνο. Εκτός του ελαιόλαδου χρησιμοποιούσαν και χοιρινό λίπος σε ποσότητα 20 – 30 οκάδες ανά οικογένεια κατ’ έτος. Τα αυγά τα κατανάλωναν σκέτα ή τα χρησιμοποιούσαν για παρασκευή ζυμαρικών. Οι περισσότεροι κατασκεύαζαν 15 – 20 οκάδες ζυμαρικά από χοντραλεσμένο σιτάρι (μπουλουγούρι) με γάλα, τραχανάδες ή χυλοπίτες ή τριφτάδες. Από τα είδη εμπορίου κατανάλωναν ρύζι, μακαρόνια και μικρή ποσότητα ζάχαρης. Σπανίως έτρωγαν ψάρια παρά μόνο παστωμένους βακαλάους και ρέγγες σε ποσότητα 15 – 20 οκάδες ανά έτος. Η χρήση των κονσερβών ήταν ελάχιστη. Από τα κτηνοτροφικά προϊόντα κατανάλωναν 50 – 100 οκάδες γάλα ανά οικογένεια και 10 – 30 οκάδες τυρί. Η κατανάλωση νωπού κρέατος ήταν πολύ μικρή. Οι εύπορες οικογένειες του χωριού κατανάλωναν μια οκά κρέας κάθε 10 – 15 μέρες, ενώ οι φτωχότερες μόνο στις μεγάλες γιορτές, Χριστουγέννων, Αποκριάς και Πάσχα. Για παστό όλες οι οικογένειες χρησιμοποιούσαν το προερχόμενο κρέας από το χοιρινό που έκτρεφαν μόνες τους και το οποίο ή το έκαναν λουκάνικα ή το πάστωναν σε τεμάχια. Το χοιρινό το έσφαζαν συνήθως κατά τον Φεβρουάριο ή Μάρτιο (παραμονές της Αποκριάς) την εποχή δηλαδή που επρόκειτο να ακολουθήσουν οι περισσότερες εργασίες. Το χωριό όχι μόνο ήταν αυτάρκης στο κρέας αλλά και πουλούσε σε άλλες περιφέρεις. Επίσης κάθε οικογένεια κατανάλωνε κατά μέσο όρο 5 κότες το χρόνο δικής της παραγωγής. Από τα οπωρικά προϊόντα καταναλώνονταν κατά την καλοκαιρινή περίοδο σταφύλια, σύκα και λίγα αχλάδια.

Ενδυμασία: Οι κάτοικοι της Μερόπης ντύνονταν με τη συνήθη αστική ενδυμασία της εποχής. Τα εσώρουχα συνήθως κατασκευάζονταν από της γυναίκες, οι οποίες τα έπλεκαν ή τα ύφαιναν. Τα εξωτερικά ενδύματα των ανδρών ράβονταν σε ράφτες, αφού αγόραζαν το ύφασμα. Για παπούτσια εργασίας, πολλοί κάτοικοι χρησιμοποιούσαν πέδιλα από ελαστικά αυτοκινήτων, λόγο του ελάχιστου κόστους τους.

Κατάσταση μορφώσεως: Το ποσοστό των αναλφάβητων στους μεγαλύτερους σε ηλικία κατοίκους ήταν 10% για τους άντρες και 90% για τίς γυναίκες. «Ευτυχώς όμως με την υποχρεωτικήν φοίτησιν άπαντες οι νέοι σήμερον, πλην ελαχίστων ακόμη εξαιρέσεων εις τα θύλεα, έχουν λάβει την στοιχειώδη δημοτικήν εκπαίδευσιν». Κατά το σχολικό έτος 1937 – 1938 φοιτούσαν 137 μαθητές και μαθήτριες (91 αγόρια και 46 κορίτσια), εκ των οποίων οι 27 απορρίφτηκαν. Ο δείκτης φοιτήσεως (αναλογία μαθητών προς τους κατοίκους) στη Μερόπη ήταν 14,4. Αρκετός ήταν και ο αριθμός των μαθητών από τη Μερόπη που φοιτούσε στο Γυμνάσιο του Μελιγαλά, αλλά και στο Πανεπιστήμιο μετέβαιναν για να αποκτήσουν ανώτερη μόρφωση. Το όνειρο και του πιο φτωχού γεωργού ήταν να μορφώσει τα παιδιά του και να τα κάνει υπαλλήλους για να μη κουράζονται όπως αυτός.

Υγιεινή κατάσταση: Οι συνθήκες υγείας και καθαριότητας υστερούσαν κατά πολύ. Εκτός λίγων εξαιρέσεων τα περισσότερα μέλη της οικογένειας κοιμούνταν συνήθως μαζί κάτω στο πάτωμα. Επειδή όμως οι στάβλοι βρίσκονταν στο ισόγειο ή υπόγειο του σπιτιού, ο αγρότης ήταν υποχρεωμένος να δέχεται συνεχώς τις αναθυμιάσεις και τη κακοσμία των κοπράνων των ζώων και να διατρέχει κίνδυνο μετάδοσης διαφόρων νοσημάτων. Οι περισσότεροι των χωρικών ήταν ακάθαρτοι περισσότερο απ’ όσο δικαιολογούσε η εργασία τους. Η μεγαλύτερη πληγή τους όμως ήταν η ελονοσία. Αυτή προκαλούνταν από τα μικροέλη τα οποία σχηματίζονταν από τα αρδευτικά αυλάκια, ή στους παρακείμενους χείμαρρους ή τα πηγάδια από τα οποία υδρεύονταν. Επίσης ο τύφος και τα εντερικά ενδημούσαν λόγω της ύδρευσης των κατοίκων από πηγάδια που δεν πληρούσαν τους κανόνες υγιεινής. Και η φυματίωση όμως ήταν διαδομένη λόγω του υγρού κλίματος και της μη καλής διαίτης των κατοίκων. Αφροδίσια νοσήματα δεν παρουσιάζονταν.

Κοινωνική ζωή: Η κοινωνική ζωή της Μερόπης συγκρινόμενη με την αντίστοιχη της υπόλοιπης Άνω Μεσσηνίας, παρουσιάζει μεγαλύτερη ζωή και κίνηση. Τα κέντρα αναψυχής και ψυχαγωγίας στο χωριό ήταν τα καφενεία, οι ταβέρνες και μια χαρτοπαικτική λέσχη η οποία συγκέντρωνε θαμώνες από όλο σχεδόν το Νομό (στο θέμα της ψυχαγωγίας και της νυχτερινής ζωής στη Μερόπη κατά την ίδια εποχή, θα ασχοληθούμε διεξοδικά σε μια από τις επόμενες αναρτήσεις). Συχνά κατά τις μεγάλες γιορτές και πανηγύρια μετά τη λειτουργία ακολουθούσε άφθονο φαγητό, κρασί και γλέντι. Ο γάμος επίσης αποτελούσε μια από τις λίγες περιπτώσεις κατά τις οποίες οι καλεσμένοι έβρισκαν την ευκαιρία για να γλεντήσουν και να δοκιμάσουν την χαρά οι οποία τόσο τους έλειπε. Προ της σύναψης του γάμου γίνονταν διαπραγματεύσεις μεταξύ των συμπεθέρων για το διακανονισμό του ποσού της προίκας. Ως προίκα ο γαμπρός έπαιρνε από τη νύφη μετρητά χρήματα ή ακίνητα ή και τα δυο, μαζί με τα σχετικά είδη ρουχισμού, επίπλων κλπ. Αφού επερχόταν η συμφωνία μεταξύ των συμπεθέρων, παρισταμένου συχνά και του γαμπρού, κάποιες φορές και της νύφης, γινόταν η επίσημη αναγγελία των γάμων (ξεφανέρωμα), συνήθως με συνεχείς πυροβολισμούς. Μετά από λίγες μέρες, κάποιες φορές και αμέσως μετά το κλείσιμο της συμφωνίας, γίνονταν οι αρραβώνες. Τη μέρα της τέλεσης του γάμου (στεφάνωμα) την κανόνιζαν από κοινού. Κατά τις μέρες που γινόταν ο γάμος στήνονταν γλέντια και στις δυο οικογένειες, κυρίως όμως στου γαμπρού, από το βράδυ του Σαββάτου ως το βράδυ της Δευτέρας. Στον γάμο συμμετείχαν άπαντες οι συγγενείς, ο καθένας με μισό ως ένα αρνί, μία πίττα και κρασί, κι έτσι το γλέντι πλαισιώνονταν από άφθονα φαγητά. Μετά τη στέψη ο γαμπρός οδηγούσε τη νύφη με συνοδεία συγγενών του στο σπίτι του, όπου ακολουθούσαν γλέντια και χοροί. Τα προικιά μεταφέρονταν 1 – 2 μέρες πριν το γάμο και εκτίθονταν σε κοινή θέα.

Συνθήκες εργασίας: Οι κάτοικοι της Μερόπης ασχολούνταν κυρίως με τη καλλιέργεια της σταφίδας, της ελιάς και της συκιάς και δευτερευόντως με μικρή οικόσιτη κτηνοτροφία. Οι εργάσιμες μέρες του χρόνου συνολικά ήταν 206 περίπου. Μέρες αργίας ήταν οι Κυριακές, οι γιορτές, οι μέρες κακοκαιρίας και ψύχους και οι μέρες ασθενείας. Στις μέρες της κακοκαιρίας πρέπει υπολογίσουμε ότι περιέχονται δέκα μέρες αργίας (λόγω Κυριακών, γιορτών). Στις μέρες της αργίας πρέπει να προσθέσουμε και δέκα μέρες ασθενείας (λόγω γρίπης, ελονοσίας).
Οι ώρες εργασίας στους αγρούς ήταν από την ανατολή του ηλίου μέχρι τη δύση, με διαλείμματα μεγαλύτερα ή μικρότερα, το πρωί, το μεσημέρι, το απόγευμα, ανάλογα την εποχή του έτους. Ημερησίως εργάζονταν 7 – 10 ώρες. Η εργασία γινόταν από τα μέλη της οικογένειας αλλά και από συμπληρωματικούς εργάτες που προσλαμβάνονταν για την εργασία του σκαψίματος, σκαλίσματος και χαρακώματος της σταφίδας, με ημερομίσθιο 50 ως 80 δρχ. «με φαγητό τρις της ημέρας και ύπνο πολλάκις». Επίσης, επειδή οι ίδιοι δεν επαρκούσαν για την συλλογή των σύκων, μίσθωναν ένα σημαντικό αριθμών κοριτσιών για ένα – ενάμισι μήνα για την εργασία αυτή, τα οποία πλήρωναν 800 ως 1000 δρχ. για όλο αυτό το χρονικό διάστημα. Συχνά γινόταν και ανταλλαγή εργασίας μεταξύ συγγενών και φίλων. Η γυναίκα εργαζόταν πάντα μαζί με τον σύζυγό της. Αυτή εκτελούσε ως συνήθως την φροντίδα των ζώων, τη συλλογή των σύκων, ελιών, τα βοτανίσματα, το θερισμό, την εκτροφή μεταξοσκώληκα και κάποιες φορές το σκάψιμο και το πότισμα των κτημάτων. «Είς τινας περιπτώσεις η μεταφορά των ξύλων, σανού κλπ δεν γίνεται διά ζώων, αλλά διά της ράχεως της γυναικός». Η γυναίκα κατά τις περιόδους που δεν υπήρχαν γεωργικές εργασίες εργαζόταν στο σπίτι φροντίζοντας τα ζώα, για την καθαριότητα του σπιτιού, των παιδιών και τέλος με διάφορες χειροτεχνίες. Το ημερομίσθιο της γυναίκας πληρωνόταν με 30 – 40 δρχ.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΚΗΔΕΙΑΣ

Οι γλωσσικοί μας ιδιωματισμοί

Ο Μεσσηνιακός πόλεμος, ο Αριστομένης και η Σπάρτη