Η ΛΑΙΚΗ ΑΓΟΡΑ ΤΗΣ ΟΙΧΑΛΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΕΡΟΠΗΣ (1750 - 1940)


Η ιστορία του Οιχαλιώτικου παζαριού, αρχίζει περίπου το 1750 – 1800. Τότε ακριβώς η περιοχή μας είχε την «τύχη» να δεχτεί, ως πρώτο και τελευταίο Τούρκο Αγά, τον Αλή – Τσελεπή, που σημαίνει κάποιο μουσουλμανικό αξίωμα ή οθωμανική κοινωνική διάκριση. Πολλοί λένε ότι σημαίνει ευγενής, υπερήφανος, εμπορευόμενος – μεταπράτης κλπ. Το γεγονός είναι ότι ο Τούρκος Αγάς, Αλή – Τσελεπής, ήταν αγαθός, καλόψυχος, φιλοπρόοδος και σεβόταν τα δικαιώματα, την τιμή, την περιουσία και τη θρησκεία των σκλάβων του. Γι’ αυτό και επέτρεψε να ιδρυθεί στα χρόνια του ο ναός του Αγίου Κωνσταντίνου, πλάι στο «κονάκι» του και γενικότερα να ενθαρρύνει τους ραγιάδες του σε συγκεντρώσεις ανταλλαγής προϊόντων και γενικότερης οικονομικής δραστηριότητας.
Έτσι, στον τόπο αυτό, συγκεντρώνονταν κάθε Κυριακή ραγιάδες απ’ όλα τα γύρω χωριά για να πουλήσουν ή να αγοράσουν ή και να ανταλλάξουν διάφορα προϊόντα της παραγωγής τους ή και ζώα ή και πραμάτειες που έφερναν ειδικοί πραματευτάδες από τα εμπορικά κέντρα του καιρού εκείνου. Με τον καιρό η Κυριακάτικη αυτή συγκέντρωση - το παζάρι - μεγάλωνε σιγά σιγά και παρουσίαζε μεγάλο τζίρο σε όλους τους κλάδους της οικονομίας.

Από τότε αρχίζει το πάλαι ποτέ περίφημο παζάρι της Οιχαλίας και η δημιουργία μερικών μικρών στην αρχή επαγγελμάτων (περισσότερο τότε του ποδαριού) που τραβούσαν τους κατοίκους των γύρω χωριών. Ταυτόχρονα οι ίδιοι λόγοι δημιουργούσαν ένα ρεύμα μετακίνησης οικογενειών από τα γύρω χωριά στο μικρό αυτό χωριό, που από το όνομα του Τούρκου Αγά είχε ονομαστεί Αλητσελεπή.

Την ως τότε μικρή και βραδεία πρόοδο του τόπου μας ανάκοψε η επανάσταση του 1821. Ο πληθυσμός της περιοχής λιγόστεψε και πολλοί από τους προγόνους μας έλαβαν μέρος στον πολυετή πόλεμο της ελευθερίας. Κατά την επιδρομή του Ιμπραήμ Πασά, οι οικισμοί της περιοχής άδειασαν σχεδόν από τους κατοίκους και οι Αραπάδες έκαψαν αρκετά σπίτια.
Μετά την απελευθέρωση, κατά το 1830 περίπου, άρχισε μια γενικότερη άνοδος στην περιοχή. Η οικονομική ανάπτυξη σε όλα τα καμποχώρια πήρε γοργούς ρυθμούς. Η Λαϊκή Αγορά – το παζάρι – της Οιχαλίας γιγαντώνεται, ιδιαίτερα μετά την χάραξη του επαρχιακού δρόμου Οιχαλίας – Μερόπης – Μελιγαλά κατά το 1885, τη χάραξη και θέση σε κυκλοφορία του εθνικού δρόμου Καλαμάτας – Τρίπολης – Αθήνας. Την ίδια περίπου περίοδο (1890) «ήρθε» και το τραίνο και άρχισε η διακίνηση ανθρώπων και εμπορευμάτων και από αυτό το μέσο. Ως τότε η κατάσταση από άποψη αμαξιτών δρόμων ήταν άθλια.
Χρήσιμο είναι να φανταστούμε πώς θα ήταν ως τότε (μέχρι το 1880) η περιφέρειά μας: χωρίς δρόμους, τελείως απομονωμένη από τις άλλες περιφέρειες και το ένα χωριό από το άλλο. Με καρόδρομους, στρατώνια και στενά σοκάκια μόνο επικοινωνούσαν οι κάτοικοι και αντάλλασσαν τα προϊόντα τους. Μαζί μ’ αυτά θα πρέπει να φανταστούμε και τις ληστοσυμμορίες, τους ζωοκλέφτες, τους φονιάδες κλπ που λυμαίνονταν την ύπαιθρη Ελλάδα.

Οι Ρωμαίοι θέλοντας να τονίσουν ότι το κέντρο του κόσμου ήταν η Ρώμη, έλεγαν ότι «όλοι οι δρόμοι οδηγούσαν στη Ρώμη». Το ίδιο λεγόταν και στον τόπο μας: όλοι οι δρόμοι κάθε σαββατοκύριακο οδηγούσαν στην Οιχαλία. Αν μπορούσε τότε ένας να έχει στη διάθεσή του ένα ελικόπτερο και να πετάει κάθε κυριακάτικο πρωινό, όχι μόνο πάνω από τον κάμπο της Άνω Μεσσηνίας, αλλά και πάνω από τις πλαγιές της Τριφυλίας, της Ολυμπίας, του Μακρυπλαγιού, του Ταΰγετου κτλ θα έβλεπε ολόκληρες φάλαγγες ανθρώπων, καραβάνια υποζυγίων φορτωμένων και στολισμένων με τις γραφικές βελέντζες και τα κιλίμια, πάσης φύσεως κοπάδια, δίτροχα και τετράτροχα, να οδεύουν και να συγκλίνουν όλα προς μία και την αυτή κατεύθυνση: προς την Οιχαλία.
Πολλά από αυτά τα καραβάνια, ανάλογα με τα είδη που πήγαιναν στο παζάρι, ξεκινούσαν από το απόγευμα του Σαββάτου. Το σαββατόβραδο στο παζαριώτικο δρόμο της Οιχαλίας έβλεπε κανείς ξεφορτωμένα και στοιβαγμένα εδώ κι εκεί τα διάφορα είδη που προορίζονταν για την πρωινή αγορά: κριθάρια, σιτάρια, κουκιά, φακές, κρεμμύδια, καρπούζια, ντομάτες, πατάτες κτλ.. Ολόκληροι σωροί καρτερούσαν τους αγοραστές. Αλλά και άλλων ειδών πωλητές έρχονταν από το βράδυ του Σαββάτου, ή για να πιάσουν καλή θέση, ή για να αποφύγουν την πρωινή ταλαιπωρία.
Το μεγάλο, όμως, πανηγύρι γινόταν την Κυριακή τα ξημερώματα ως την ανατολή του ηλίου. Εκατοντάδες και χιλιάδες κατά κυριολεξία οι παζαριώτες έφταναν κοπάδια- κοπάδια, όχι μόνο οι πωλητές αλλά και οι αγοραστές. Πολλοί έρχονταν χωρίς λόγο, μόνο και μόνο για να χαζέψουν ή να συναντήσουν τους φίλους και τους συγγενείς τους από τα άλλα χωριά, για να πιουν το κρασάκι τους στις Οιχαλιώτικες ταβέρνες ή τη μπύρα τους στα καφενεία. Οι δημόσιοι υπάλληλοι από όλα τα χωριά, κυρίως από το Μελιγαλά, έρχονταν στο παζάρι για να κάνουν τις προμήθειες της εβδομάδας. Οι νέοι και οι νέες, για να κάνουν τις βόλτες τους και να δουν οι πρώτοι τις κοπέλες και οι δεύτερες τα παλικάρια. Είναι από τη ζωή βγαλμένο και αποδίδει το πνεύμα και τις συνήθειες των παλιών καιρών το δημοτικό τραγούδι που λέει:
Να ‘ταν τα νιάτα δυο φορές, τα γηρατειά καμία.
Να ‘μουν κι εγώ ανύπαντρος, να ήμουν παλικάρι.
Να βάλω το φεσάκι μου να πάω στο παζάρι.

Η αποκορύφωση της μεγάλης συγκέντρωσης και κίνησης, γινόταν γύρω στις 8- 9 το πρωί της Κυριακής. Τότε άνοιγαν και τα Οιχαλιώτικα μαγαζιά, ξεχύνονταν τα παιδιά και οι γυναίκες στους δρόμους (κανείς Οιχαλιώτης την Κυριακή το πρωί δεν ασχολείτο με τίποτα άλλο). Οι δρόμοι του χωριού ήταν γεμάτοι δεμένα ζώα, που βέλαζαν ή μούγκριζαν ή γκάριζαν, που μαζί με τα ντελαλήματα των πωλητών δημιουργούσαν αληθινό πανδαιμόνιο. Των περισσότερων σπιτιών οι αυλές ήταν γεμάτες από δεμένα ζώα, που τα έφερναν συγγενείς ή απλώς γνωστοί, για να είναι πιο σίγουροι για τα ίδια τα ζώα τους, για το σαμάρι, τις τριχιές κτλ..

Το παζάρι από άποψη χώρου εκτεινόταν βασικά από το ένα γεφύρι έως το άλλο (Αγια – Μαρίνας και Ξεριά). Τα τελευταία χρόνια είχε απλωθεί πολύ προς τα βόρεια και στα χρόνια της μεγάλης ακμής έφτανε έως του Γιάννη του Βλάχου το σπίτι. Και στο νότιο μέρος πέρα από το γεφύρι της Αγ. Μαρίνας είχε απλωθεί πολύ. Έφτανε ως του Κοκκαλιά (τότε) την ταβέρνα. Στο μέρος εκείνο πωλούνταν κάποτε μόνο τα κηπευτικά προϊόντα.
Το κανονικό όμως παζάρι ήταν από το γεφύρι της Αγια – Μαρίνας και πέρα, προς τη βορινή πλευρά, που όσο πήγαινε προς το βοριά, όλο και πύκνωνε. Μπροστά στα Κουφέϊκα σπίτια ήταν τα τυριά, οι μυτζήθρες και τα κοτόπουλα, Χειραδέϊκα και Τουρκολακέϊκα, και διάφορα άλλα είδη. Στα Σακελλαρέϊκα μαγαζιά μπροστά, και στου Καπελίσιου, ήταν τα κριθάρια, οι βρώμες, τα κρεμμύδια κλπ. Και από το φούρνο του Μακρή ως την Αγία Τριάδα ήταν η μαναβική. Από τα είδη αυτά έβρισκε βέβαια κανείς και σε διάφορα άλλα σημεία, δεν ήταν μόνο εκεί.
Στην Αγία Τριάδα μπροστά ήταν τα υφάσματα, τα καπέλα, οι παντόφλες και τα παπούτσια που τα έφερναν οι ξένοι έμποροι. Στου Γεωργάτσου το σπίτι ήταν τα ζαχαρωτά και τα παστέλια και πηγαίνοντας προς το βορινό μέρος έβρισκε ο αγοραστής διάφορα πράγματα. Στα Ψυροπουλέϊκα μπροστά και στου Σβώλου το σπίτι ήταν τα γουρουνόπουλα που γρύλιζαν χαρακτηριστικά και μας προετοίμαζαν για τον χώρο της ζωαγοράς. Στο ποτάμι του Ξεριά και πέρα, ως του Κολομάνη και Βλάχου τα σπίτια, κάτω προς τα Νικολαρέϊκα και πάνω προς το δρόμο του νεκροταφείου, ήταν γεμάτο πρόβατα, κατσίκες, μοσχάρια, βόδια και γαϊδούρια. Εκεί γινόταν ο μεγάλος «τζίρος», γιατί τα εμπορεύματα ήταν ακριβά και κυκλοφορούσαν οι επαγγελματίες ζωέμποροι και οι μεγάλοι χασάπηδες από την Καλαμάτα, τη Μεγαλόπολη, την Τρίπολη, το Άργος και την Αθήνα. Μετά το πούλημα ή το αγόρασμα του ζώου, απαραίτητα στην περίπτωση αυτή, η συνέχεα γραφόταν στην ταβέρνα, γιατί έπρεπε να κεράσει ο πωλητής του ζώου.
Μέσα σ’ αυτή την παρδαλή εικόνα της ανομοιογένειας, της κίνησης και της αναρχούμενης διάταξης των ειδών, πρέπει να τοποθετήσουμε ανά 50 ή 100 μέτρα περίπου και από μια «χασαπο – κρεμάλα» με τα τσιγκέλια γεμάτα κρέας ή τα ριγμένα κάτω σφαγμένα αρνιά και κατσίκια.
Ταυτόχρονα και παράλληλα με την κίνηση και τις «πράξεις» αυτές του δρόμου, τεράστια κίνηση είχαν και τα μαγαζιά όλων των κατηγοριών. Άντρες, γυναίκες, γέροι και παιδιά, έμπαιναν στα μαγαζιά για είδη διατροφής, υποδήσεως και ενδύσεως, για τα νήματα και τις μπογιές, για τα γεωργικά εργαλεία και τα φάρμακα, για τα φανάρια, τους «μπουγέλους» και τα λυχνάρια. Και ακόμη για παραγγελίες παπουτσιών, κουστουμιών και διαφόρων άλλων ειδών. Μια φοβερή κίνηση, ένα αδιάκοπο πήγαινε – έλα, ντελαλήματα, κορναρίσματα αυτοκινήτων και πολλές φορές όμορφες και ιδιότυπες σκηνές ευθυμούντων και φωνασκούντων, που κρατούσαν ως τη 1 ή τις 2 το μεσημέρι.
Πολλές φορές, κατά την προ των εκλογών περίοδο, έρχονταν και οι διάφοροι πολιτικοί, για να βγάλουν τον προεκλογικό τους λόγο. Τότε γινόταν ο μεγαλύτερος πανζουρλισμός. Το παζάρι της Οιχαλίας θεωρείτο κατάλληλος τόπος τέτοιων συγκεντρώσεων, γιατί ο πολιτευτής είχε οπωσδήποτε εξασφαλισμένη την πελατεία ακροατών, λόγω της άσχετης με την δύναμή του συγκέντρωσης πλήθους. Κατά το μεσημέρι άρχιζε η Λαϊκή Αγορά να διαλύεται. Πάλι τα καραβάνια των παζαριωτών σκορπούσαν και γέμιζαν προς όλες τις κατευθύνσεις, τους δρόμους που οδηγούσαν από την Οιχαλία προς τα διάφορα χωριά, ανατολή και δύση, βορά και νότο.
Οι Οιχαλιώτες και οι Οιχαλιώτισσες, την ώρα εκείνη, ικανοποιημένοι από την πούληση και τις εισπράξεις, όχι μόνο οι επαγγελματίες αλλά και πολλοί άλλοι που έκαναν δουλειές του ποδαριού, καταπιάνονταν να καθαρίσουν τα πεζοδρόμια και τους δρόμους από τα υπολείμματα των διαφόρων ειδών και τα χαρτιά, αλλά περισσότερο από τα «επισκεπτήρια» των ζώων που ευγενικότατα άφηναν κατά τη μεσημβρινή αποχώρησή τους.

Αυτή ήταν η Λαϊκή Αγορά, το περίφημο παζάρι της Οιχαλίας με τους πολλούς και διάφορους αντίχτυπους στην οικονομική και κοινωνική ζωή της κωμόπολης. Και αν ληφθεί υπόψη ότι ο χαλασμός αυτός γινόταν κάθε 7 ημέρες, ίσα για να πάρουν ανάσα οι άνθρωποι και να κάνουν τις απαραίτητες προετοιμασίες, πρέπει να εννοήσουμε ότι ή Οιχαλία ήταν ένας «παζαρότοπος», και ότι το παζάρι ήταν ο κεντρικός άξονας της ζωής της, που γύρω από αυτόν τυλίγονταν η δραστηριότητα των κατοίκων της αλλά και πολλών από τα γύρω της χωριά.

Το παζάρι της Μερόπης

Παράλληλα όμως με τα παραπάνω, στη Μερόπη υπήρχε μια αντίστοιχη δραστηριότητα. Το παζάρι της Μερόπης, άγνωστο ίσως σήμερα σε πολλούς νεότερους.
Η Μερόπη, ως το πολυπληθέστερο χωριό της περιοχής και με ισχυρούς ανθρώπους, είχε καταφέρει το παζάρι της να αποτελεί ένα ισχυρό «αντίπαλο» σ’ εκείνο της Οιχαλίας. Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς ιδρύθηκε, γνωρίζουμε όμως ότι το 1902 ήταν ήδη πολύ διάσημο και με μεγάλο τζίρο. Στα 1936 κατάφερε κιόλας να εκτοπίσει σε μεγάλο βαθμό το παζάρι της Οιχαλίας.
Η συνύπαρξη των δυο αυτών παζαριών για τις όμορες κοινότητες, δεν αποτέλεσε, δυστυχώς, σημείο συναγωνισμού αλλά ανταγωνισμού. Ειδικά την δεκαετία του 1930 γινόταν ένας πραγματικός πόλεμος ανάμεσα στην Οιχαλία και τη Μερόπη που διατάραξε όχι μόνο τις κοινοτικές και κοινωνικές, αλλά και τις συγγενικές και οικογενειακές σχέσεις των κατοίκων των δυο χωριών. Είχαν οργανωθεί επιτροπές αγώνα και από τις δυο πλευρές, συγκεντρώθηκαν χρήματα, έγιναν επιτροπές δημιουργίας συμμαχιών και εξαγοράς φίλων και υποστηρικτών. Πράκτορες και από τα δυο χωριά έτρεχαν στα άλλα χωριά και μοίραζαν διαφημιστικά, πλήρωναν και κερνούσαν φίλους και αποσπούσαν υποσχέσεις, ότι «την Κυριακή θα έρθουν στο δικό μας παζάρι και όχι στο άλλο». Την Κυριακή το πρωί έβγαιναν ομάδες και έπιαναν τους δρόμους, που έρχονταν από τα διάφορα χωριά και παρακαλούσαν ή παρακινούσαν τους παζαριώτες να πάνε προς τα «δώθε» και όχι προς τα «κείθε».

Από το 1941 και έπειτα (πόλεμος, κατοχή, μετακατοχικά χρόνια) αρχίζει η παρακμή. Αργότερα το κύμα της αστυφιλίας, η βιομηχανική ανάπτυξη των αστικών κέντρων, η μετανάστευση και διάφοροι άλλοι λόγοι, ολοκληρώνουν τον οικονομικό και κοινωνικό μαρασμό των χωριών μας, ώστε σήμερα η ιστορία τους, η ακμή τους και οι ομορφιές τους να αποτελούν γλυκιά ανάμνηση μόνο για τους ελάχιστους εναπομείναντες που τα έζησαν.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΚΗΔΕΙΑΣ

Οι γλωσσικοί μας ιδιωματισμοί

Ο Μεσσηνιακός πόλεμος, ο Αριστομένης και η Σπάρτη