ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΚΗΔΕΙΑΣ


Αφήγηση της Χρυσούλας Ντόγκα από την Οιχαλία, γεννημένη το 1889:

Όταν πρόκειται ο άνθρωπος να πεθάνει τον παραστέκανε. Είναι εκεί οι συγγενείς, η μάνα, ο πατέρας, τα παιδιά και οι γείτονες, όσοι είναι αγαπημένοι.
Πριν πεθάνει τόνε φροντίζουνε να το μεταλάβουνε, αν είναι αμετάλαβος. Αν δε μεταλάβει είναι κολασμένος. Όσοι ‘ναι μες το σπίτι πρέπει να φροντίσουνε να μη τόνε αφήσουνε να πάει αμετάλαβος.
Όταν πεθάνει, αμέσως του πιάνουνε τα σαγόνια και του κλείνουνε τα μάτια μέχρι να κοκαλώσουνε.
Φέρνουνε κρασί και το πλένουνε καθαρά. Τόνε βάνουνε σε καθαρό σεντόνι και τόνε ντύνουνε με τα καλά του ρούχα και στολίζεται σα γαμπρός. Μετά του δένουνε τα χέρια, του δένουνε τα σαγόνια, τα πόδια και τόνε τοποθετάνε σε κάτι πρόχειρο όσο να φέρουνε το κασόνι του. Αμέσως όταν το ‘τοιμάσουνε πάει ένας από το σπίτι και βαράει τη καμπάνα «στα τρία» και πάνε οι χωριάτες και οι συγγενείς με τα λουλούδια και το κερί. Πάει και ο παπάς και του διαβάζει την ευχή και ξαναπάει όταν τόνε βγάλουνε τον άνθρωπο.
Αν πεθάνει απόγιομα, θα τόνε βγάλουνε την άλλη μέρα, για να κιόσει το εικοσιτετράωρο.
Όγιος πάει στο νεκρό και όγια πάει λέει το μοιριολόι του.
Όταν νυχτώσει τόνε σκεπάζουνε μ’ ένα σεντόνι και τόνε ξενυχτάνε οι συγγενείς, οι φίλοι και οι χωριάτες. Άλλοι ξενυχτάνε κι άλλοι κάθουνται τρείς ή τέσσερες ώρες και φεύγουνε. Οι πιο στενείς συγγενείς τόνε ξενυχτάνε.
Μες τη μέση το δωμάτιο έχουνε το νεκρό και ένα γύρω κάθουνται εκείνοι, που τόνε ξενυχτάνε.
Όλη νύχτα καίνε τα κεριά. Το πρώτο κερί που θα φέρει άνθρωπος την ώρα που ξεψύχησε ο νεκρός, θα τ’ ανάψουνε κι αμέσως θα το σβήσουνε, γιατί το θέλουνε να κάψει τρεις βραδιές στο μέρος που ξεψύχησε ο νεκρός. Τη τελευταία βραδιά το αφήνουνε και καίει όλο.
Τη νύχτα δε τονέ μοιριολογάνε αλλά κουβεντιάζουνε, γελάνε και λένε και αστεία για να περάσει η νύχτα. Και λένε αστεία και γελάνε στις κηδείες γιατί μαθές, όταν σταυρώσανε το Χριστό, πήγανε ζούμενα πετούμενα να συλλυπηθούνε τη Παναγία. Όταν φεύγανε, σηκώθηκε και η χελώνα με το χελωνόπουλό της να φύγει και είπε η χελώνα στο χελωνόπουλό της: «σήκω άστρι μου να πάμε». Τότε η Παναγία γέλασε παρά τη πίκρα πούχε και γι’ αυτό και ‘μεις γελάμε στις κηδείες, στα ξενύχτια.
Μόλις φωτίσει, τονέ ξεσκεπάζουνε και του λένε μοιριολόγια μέχρι που τονέ ξεβγάζουνε.
Όταν πρόκειται να τονέ βγάλουνε, έρχουνται παπάδες, τονέ διαβάζουνε πριν βγει από το σπίτι και μετά τέσσερεις συγγενείς ή φίλοι το παίρνουνε στον ώμο και τονέ πάνε στο νεκροταφείο.
Όταν φεύγουνε για να τονέ θάψουνε, παίρνουνε μια στάμνα νερό και το χύνουνε πάνου στο κεφάλι του, όταν τονέ βάζουνε στο τάφο, και τη στάμνα τη σπάνε απάνου στο κεφάλι του.
Άμα είναι όμορφος ο νεκρός λένε ότι κάποιον κι άλλονε θα πάρει μαζί του, ακόμη και όταν γαυγίσουνε τα σκυλιά. Όταν το παίρνουνε για να τονέ θάψουνε, εκείνοι που μένουνε σπίτι, σηκώνουνε τα ρούχα που είχανε στρώσει στο δωμάτιο που ήτανε το πτώμα και σκουπίζουνε απ’ άκρη σ’ άκρη και περιποιούνται το σπίτι.
Ακόμη, όταν φεύγει ο νεκρός, το σπίτι του νεκρού και τα γειτονόσπιτα, χύνουνε το νερό από τις στάμνες και βάζουνε άλλο.
Όταν ο νεκρός περνάει μπροστά από τα σπίτια, κλείνουνε τις πόρτες και τα παράθυρα και κάνουνε το σταυρό τους.
Στο χωριό, οι νιονυφάδες οι αχρόνιαγες, δε πρέπει να δούνε το νεκρό, να πάνε σε μνημόσυνο και να φάνε κόλλυβα.
Ο παπάς ξαναδιαβάζει το νεκρό μετά τη ταφή, ανάβουνε τα κεριά κι έρχουνται στη πόρτα της εκκλησιάς, που είναι ένας δίσκος με παξιμάδια κομμένα κομματάκια ή με κουφέτα.
Όλος ο κόσμος που συνοδεύει τη κηδεία, θα περάσει από τους λυπημένους που είναι στη σειρά. Ένας – ένας θα συλλυπηθεί και θα παίρνει και μια μπουκιά παξιμάδι ή ένα κουφέτο και θα λέει «Θεός συγχωρέσ’ τόνε». Οι στενοί συγγενείς θα πάνε στο σπίτι, οι άλλοι θα φύγουνε.
Μετά τη κηδεία έρχουνται και οι παπάδες πίσω στο σπίτι και διαβάζουνε το μέρος που ήταν το φέρετρο και λιβανίζουνε όσους είναι μέσα στο σπίτι και έξω. Όταν φεύγουνε τους δίνουνε ένα πρόσφορο, για να ψάλουνε το νεκρό σε τρεις μέρες.
Στο σπίτι που πάνε, έχουνε έξω από τη πόρτα δυό τραπέζια κι έχουνε απάνου τυρί τεμαχισμένο, ψωμάκια, κρασί και ποτήρια και παίρνει ένας – ένας και συγχωράει το νεκρόνε.
Το βράδυ κάνουνε τραπέζι στο σπίτι του νεκρού. Έρχουνται οι γείτονες με τα φαγιά τους. Αυτό γίνεται τρεις βραδιές συνέχεια. Τις λέμε παρηγοριές αυτές.
Όταν ο άνθρωπος είναι ασαράντιγος, οι συγγενείς πάνε κάθε βράδυ στο τάφο κι ανάβουνε κερί.
Στις εννιά μέρες κάνουνε μνημόσυνο. Κάνουνε τα ‘νιάμερα. Βράζουνε σιτάρι, φτιάνουνε λαγάνα, κρασί, λάδι για τα καντήλια που τ’ ανάβουνε το βράδυ και το πρωί και γίνεται το μνημόσυνο. Όσοι θέλουνε πάνε.
Μετά μοιράζουνε τα κόλλυβα σ’ όσους είναι μες την εκκλησία και άμα περισσέψουνε τα βγάζουνε έξω στο χωριό και τα μοιράζουνε με κρασί μαζί.
Έπειτα γίνεται άλλο μνημόσυνο στις 40. Καλούνε συγγενείς και φίλους και πάνε στο μνημόσυνο. Όπως γίνεται στις εννιά γίνεται και στις σαράντα αλλά εδώ είναι περισσότερος κόσμος καλεσμένος. Έπειτα γίνεται το τρίμηνο, το εξάμηνο, με τον ίδιο τρόπο. Και τα χρονιάσματα πια.
Όταν πεθάνει ο νεκρός, αμέσως παν και παίρνουνε το πένθος και το κρεμάνε στη πόρτα του σπιτιού (μαύρο πανί με τ’ όνομα του νεκρού). Το πένθος το κρατάνε μέχρι τα χρονιάσματα.

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Tο Meropitopik δημοσιεύει κάθε σχόλιο το οποίο είναι σχετικό με το θέμα στο οποίο αναφέρεται το άρθρο. Ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετούμε τις απόψεις αυτές και ο διαχειριστής διατηρεί το δικαίωμα να μην δημοσιεύει συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια. Σε κάθε περίπτωση ο καθένας φέρει την ευθύνη των όσων γράφει και το Meropitopik ουδεμία ευθύνη φέρει περί αυτών.

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Οι γλωσσικοί μας ιδιωματισμοί

Ο Μεσσηνιακός πόλεμος, ο Αριστομένης και η Σπάρτη