Η Μερόπη στην Ελληνική και Ευρωπαϊκή δραματουργία του 18ου και 19ου αι.


Η Μερόπη ως πηγή έμπνευσης πάσης φύσεως καλλιτεχνών διατρέχει την Ευρωπαϊκή δημιουργία από την Αναγέννηση ως τις μέρες μας. Εκεί που κάνει όμως περισσότερο αισθητή την παρουσία της είναι στο δράμα και το μελόδραμα. Εδώ θα σταθούμε στον 18ο και 19ο αι. και θα σχολιάσουμε όχι μόνο την Ευρωπαϊκή παραγωγή, αλλά και την Ελληνική και τις μεταφράσεις ευρωπαϊκών έργων.

Η Μερόπη αντιστοιχεί στη πλέον σημαντική περίοδο της Μεσσηνίας και, όπως γνωρίζουμε, ήταν σύζυγος του Κρεσφόντη, του πρώτου βασιλιά της Μεσσηνίας μετά την Δωρική κατάκτηση. Ο Κρεσφόντης έλαβε ως μερίδιο την Μεσσηνία την οποία διακαώς επιθυμούσε, μεταχειριζόμενος ένα πονηρό σχέδιο κατά την κλήρωση. Από την Μερόπη ο Κρεσφόντης απέκτησε τρεις γιους. Λίγο αργότερα όμως ο Κρεσφόντης και οι δυο μεγαλύτεροι γιοί του δολοφονήθηκαν από τον Πολυφόντη ο οποίος υποχρέωσε τη Μερόπη να τον παντρευτεί. Η βασίλισσα όμως πρόλαβε να φυγαδεύσει τον μικρότερο γιο της Αίπυτο, ο οποίος τελικά κατάφερε να εκδικηθεί τον θάνατο του πατέρα του και των αδελφών του σκοτώνοντας τον Πολυφόντη και ανακαταλαμβάνοντας τον θρόνο της Μεσσηνίας.

Η επιρροή που έχει δεχτεί η Ευρωπαϊκή παραγωγή από τα κλασικά έργα, κυρίως του Ευριπίδη που ανέδειξε την Μερόπη στο έργο του «Κρεσφόντης», είναι ολοφάνερη. Πολλούς αιώνες αργότερα μετά τον Ευριπίδη, η Μερόπη και τα σχετικά με αυτή γεγονότα ενέπνευσαν πολλούς Ευρωπαίους δραματουργούς μεταξύ των οποίων και τον Βολτέρο. Το έργο του που ανήκει στον 18ο αι. γράφτηκε το 1736 και παρουσιάστηκε το 1743. Η Μερόπη του Βολτέρου έχει χαρακτηρισθεί ως το αντίστροφο δράμα του Ορέστη. Η πρώτη μετάφραση στα Ελληνικά τυπώθηκε στο Βουκουρέστι το 1819 από τον Μιχαήλ Χρησταρή. Η Ελληνική μετάφραση ανέβηκε στη σκηνή του ιδίου έτους στο θέατρο του Βουκουρεστίου σε διασκευή του θιάσου της Ραλλούς Καραντζά. Αρκετές δεκαετίες αργότερα η Μερόπη του Βολτέρου μεταφράζεται από τον Α. Ολύμπιο σε πεζό και εκδίδεται το 1873 στην Αθήνα. Άλλη μια ελληνική μετάφραση του Γαλλικού έργου σημειώνεται το 1883 από έναν ανώνυμο μεταφραστή με τα αρχικά γράμματα Α.Κ. με σκοπό να διδαχτεί στους μαθητές του Λυκείου του Σιμόπουλου. Η μετάφραση χαρακτηρίζεται «ελευθέρα δια την διάφορον φύσην εκατέρας των γλωσσών αλλά και του πεζού και εμμέτρου λόγου». Η μετάφραση είναι σε πεζή καθαρεύουσα και κάποια ονόματα έχουν αλλάξει. Άλλος ένας δραματουργός «Μερόπης» του 18ου αι. που επηρέασε τους δραματουργούς του 19ου είναι ο Βιτόριο Αλφιέρι (Vittorio Alfieri 1749-1803). Η υπόθεση της Μερόπης του Αλφιέρι ακολουθεί σε γενικές γραμμές την υπόθεση της Μερόπης του Βολτέρου. Το έργο είχε πρωτοφανή επιτυχία που αποδόθηκε στη φλόγα που υπήρχε στα δικά του συναισθήματα που είναι ηρωικά και ανυπότακτα και τα οποία εμπνέονται από τον πολιτικό ενθουσιασμό της εποχής του. Η Μερόπη του Αλφιέρι μεταφράστηκε στα Ελληνικά το 1887 από τον Γεώργιο ιερέα Χοϊδά στην Κεφαλλονιά σε πεζή καθαρεύουσα. Στα μέσα του 18ου αι ο Άγγλος ποιητής και κριτικός Μάτθιου Άρνολντ (Matthew Arnold 1822-1888) παρουσίασε μια δική του Μερόπη που υπήρξε σημείο αντιλεγόμενο. Σπουδαίος παιδαγωγός ο Άρνολντ, προσπάθησε να μιμηθεί τα αρχαία πρότυπα, φαίνεται όμως ότι δε το πέτυχε τόσο πολύ, διότι το έργο του αποτέλεσε σημείο έντονης κριτικής. Στη συνέχεια εμφανίζεται το έργο του Δημήτρη Βερναρδάκη. Δημιουργήθηκε βεβιασμένα λόγω συγκυριών και γράφτηκε σε διάστημα 36 ημερών. Την Μερόπη ενσάρκωσε τότε η μεγάλη ηθοποιός Vonasera Pipina. Είχε πρωτοφανή επιτυχία και το θέατρο εσείετο για πολλή ώρα από τα χειροκροτήματα των θεατών. Η Μερόπη του Βερναρδάκη, διαφέρει ουσιωδώς από το ομώνυμο έργο όλων των προηγούμενων ευρωπαϊκών συγγραφέων γιατί δεν έχει ευτυχή κατάληξη για την ηρωίδα η οποία τελικά θυσιάζεται για τη σωτηρία της πατρίδας. (Το έργο αυτό μπορείτε να το κατεβάσετε ελεύθερα από εδώ).

Στην οπερετική παραγωγή, έχουμε 34 όπερες με τίτλο «Μερόπη» κατά τον 18ο και 19ο αι. που αναφέρονται φυσικά στη Μερόπη την βασίλισσα της Μεσσηνίας. Θα αναφερθούμε ενδεικτικά σε δυο – τρεις μόνο. Το 1790 γράφτηκε η Μερόπη του Μαζολίνη . Έκανε πρεμιέρα στο θέατρο της Βενετίας το 1796 και το 1806 έχουμε αναβίωση της ίδιας όπερας ενώπιων του Μεγάλου Ναπολέοντα Ιωσήφ Βοναπάρτη. Ο 19ος αιώνας μας προσφέρει και την «Μερόπη» του Portugal, ενός Πορτογάλου συνθέτη που ανέβασε το έργο στη Λισαβόνα το 1804. Την επόμενη δεκαετία βρίσκουμε την «Μερόπη» ενός Γερμανού συνθέτη, του Vilhem Ambold, που ανέβηκε το 1832. Το 1840, ο πιο γνωστός ιταλός συνθέτης, ο Giovanni Pacini, ανεβάζει την δική του «Μερόπη» στη Νάπολη. Η τελευταία «Μερόπη» προέρχεται από τον επίσης Πορτογάλο συνθέτη Joly Braga Santos ο οποίος έφτιαξε μια «Μερόπη» αρκετά σύγχρονη που την παρουσίασε στην Λισαβόνα το 1958.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΚΗΔΕΙΑΣ

Οι γλωσσικοί μας ιδιωματισμοί

Ο Μεσσηνιακός πόλεμος, ο Αριστομένης και η Σπάρτη