Γραφικότητες της Μερόπης


Στην ανάρτηση αυτή θα περιλάβουμε μερικά στοιχεία της οικογενειακής, της οικονομικής και κοινωνικής ζωής της Μερόπης, που εκτός από την πρακτική τους σημασία για την ζωή, έδιναν και ένα ιδιαίτερο χρώμα στον στον τόπο κατά τις αρχές του περασμένου αιώνα και μας κατατοπίζουν καλύτερα στις συνθήκες και στη νοοτροπία της εποχής εκείνης.

Τα πηγάδια. Τα παλιά χρόνια τα περισσότερα χωριά υδρεύονταν από πηγάδια και κατά μια αντίληψη τα χωριά που είχαν πηγάδια θεωρούνταν προνομιούχα, γιατί είχαν άφθονο και καθαρό νερό, γιατί είχε το κάθε σπίτι το πηγάδι του και οι νοικοκυρές δεν έτρεχαν στη μια βρύση του χωριού για να κουβαλούν το νερό με βαρέλια, αλλά και γιατί τα χωριά που είχαν τρεχούμενο νερό δεν είχαν σύγχρονο σύστημα ύδρευσης, ώστε το νερό να είναι καθαρό και να φτάνει στο κάθε σπίτι. Είχαν μια πρωτόγονη, ακάλυπτη τις πιο πολλές φορές, νεροσυρμή, που έφερνε το νερό σε μια ή δύο βρύσες μέσα στο χωριό. Εκεί, μαζεύονταν άνθρωποι και ζώα, για να ποτιστούν ή να αντλήσουν νερό, με βαρέλια, τενεκέδες κλπ. Και δημιουργείτο αταξία και ταλαιπωρία και εστίες μολύνσεως από τα νερά που χύνονταν, γιατί δεν αποχετεύονταν.
Να, λοιπόν, γιατί τα πηγάδια θεωρούνταν τότε το καλύτερο μέσο ύδρευσης. Έδιναν φρέσκο και καθαρό νερό στους κατοίκους των χωριών που τα είχαν.
Η Μερόπη είχε τα πηγάδια της, κάθε σπίτι σχεδόν το δικό του, για να εξυπηρετείται καλύτερα και να φυλάσσεται καθαρός ο γύρω χώρος και το νερό του. Σε πολλές περιπτώσεις, για λόγους οικονομικούς ή στενότητας χώρου ή εδαφολογικούς, υπήρχαν πηγάδια γειτονιάς, απ' όπου υδρεύονταν τρεις - τέσσερις και πιο πολλές οικογένειες. Τη γραφικότητα την είχαν αυτά τα πηγάδια και όχι τα ατομικά, γιατί σ' αυτά πήγαιναν κι έρχονταν οι νοικοκυρές των γύρω σπιτιών με τα μπουγέλα τους, τους τενεκέδες και τις στάμνες τους.
Εκεί μαζεύονταν πολλές φορές την μέρα οι γυναίκες της γειτονιάς για να πουν λόγια φιλίας, αλλά και λόγια γκρίνιας και καβγά καμιά φορά, και οπωσδήποτε για να "τυπώσουν" εκεί την εφημερίδα της ημέρας με τα διάφορα νέα για όλες τις δραστηριότητες του χωριού, αντρικές και γυναικείες, δημόσιες και οικογενειακές, ημερήσιες και νυχτερινές. Εκεί οδηγούσαν τα ζώα τους για να τα ποτίσουν και εκεί πολλές φορές έστηναν και τα πρόχειρα πλυσταριά τους ή ξέπλεναν τα λαχανά τους και άλλες προεργασίες της μαγειρικής.
Χαρακτηριστικά σημάδια στα πηγάδια αυτά ήταν οι εντοιχισμένες λεκάνες "κορύτες" για να ποτίζονται τα ζώα και γύρω - γύρω στο στόμιο του πηγαδιού, που ήταν από ασπρόπετρα, ήταν χαραγμένες αυλακιές από την τριβή των σχοινιών των μπουγέλων που ανεβοκατέβαιναν. Από το πλήθος αυτών των αυλακιών και περισσότερο από το βάθος τους, μετριούνταν συνήθως η ηλικία του πηγαδιού και η μικρή ή μεγάλη "πελατεία" του.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα ακόμη των πηγαδιών, περισσότερο των ατομικών, ήταν και η ανέμη - το μαγκάνι, ιδιαίτερα το σιδερένιο. Το μαγκάνι αυτό το αμόλαγαν για να κατέβει πιο γρήγορα ο μπουγέλος στο νερό, κι εκείνο κελαηδούσε με το χαρακτηριστικό του ήχο και ειδοποιούσε τους γείτονες για τις ασχολίες της νοικοκυράς. Ιδιαίτερο χρώμα έδιναν αυτά τα "μαγκανοτράγουδα" στο χωριό όταν τα άκουγε κανείς τη νύχτα ή τα ξημερώματα.

Δημόσιοι αλατόμυλοι. Τα παλιά εκείνα ωραία χρόνια στα χωριά οι άνθρωποι έκαναν μεγάλη χρήση αλατιού: για το ψωμί τους, για τις ελιές τους, για το παστό τους, για τα ζώα τους και τόσες άλλες περιπτώσεις. Το αλάτι δεν πουλιόταν τότε τριμμένο σε κουτιά ή σε σακούλες. Ερχόταν από το μονοπώλιο και πουλιόταν στα μπακάλικα που ο μπακάλης το έβαζε μέσα σε μεγάλες κασόνες. Απ' εκεί το έπαιρνε με την παλάντζα του και το πουλούσε στον χωριάτη σε μεγάλα και χοντρά χαλίκια. Το αλάτι αυτό πολλές φορές ήταν βρώμικο, έπρεπε να τριφτεί, να "στουμπισθεί" σε "χαβάνια" ή γουδιά ή επάνω σε ειδικές πλάκες με μια χοντρή ολοστρόγγυλη πέτρα.
Για να εξυπηρετείται ο κόσμος από της απόψεως αυτής υπήρχαν εδώ κι εκεί στο χωριό πλάκες σκληρές και πλάι στην πλάκα μια ολοστρόγγυλη ασπρόπετρα σκληρή, που με αυτή έτριβαν οι νοικοκυρές το αλάτι. Ήταν και αυτό ένα "δημόσιο" εντευκτήριο για τις γειτόνισσες που με την ευκαιρία της τριβής του αλατιού τα έλεγαν και λίγο.

Υπαίθρια πλυντήρια. Όταν λέμε υπαίθρια πλυντήρια δεν εννοούμε μηχανήματα καθαρισμού ρούχων ή καμιά κοινοτική ή δημόσια υπηρεσία, αλλά ατομικά ή οικογενειακά πλυσταριά σε δημόσιο χώρο. Τέτοια ήταν δύο ειδών: α) έξω στα πηγάδια της γειτονιάς, όπου γινόταν η κανονική πλύση με το μουτζουρωμένο λεβέτι και τα κούτσουρα, τις σκάφες και τη μπουγάδα. Η εργασία αυτή γινόταν από κάθε οικογένεια χωριστά ή από δύο - δυο το πολύ μαζί (σπάνια όμως), β) το άλλο είδος "υπαίθριου πλυντηρίου" ήταν τα ποτάμια: O "Τζαμής" και ο Ντουράκος, ανάλογα με την εποχή και τον καιρό. Έπρεπε το νερό να είναι καθαρό, να τρέχει ελαφρά και να φτιάχνει μια μικρή λιμνούλα. Στα ποτάμια έπλεναν ομαδικά και μόνο τα χοντρά ρούχα: μπαντανίες, σαίσματα, κουρελούδες, σακιά, λιόπανα και άλλα πολλά. Πολλές φορές και υφαντά λευκά πανιά για "λεύκασμα".
Η εργασία αυτή ήταν κουραστική και πολλές φορές κρατούσε όλη μέρα και, όχι σπάνια, γινόταν και δύο μέρες. Σηκώνονταν πρωί - πρωί, φόρτωναν το γαϊδούρι ή άλλο ζώο, έπαιρναν απαραίτητα στην περίπτωση αυτή και τον περίφημο "κόπανο", για να κοπανίσουν τα ρούχα και τραβούσαν για την ποταμιά. Οι ηρωίδες μάνες κι αδελφές του καιρού εκείνου - ξυπόλητες μέσ' το νερό - πάλευαν όλη μέρα. Κοπάνιζαν δυνατά κι επανωτά τα ρούχα, ώστε να χύνεται και ένας αλλόκοτος αντίλαλος στη ποταμιά.
Έπειτα πλυμένα τα έπιαναν δύο και τρεις μαζί, γιατί τα βρεγμένα ρούχα ήταν βαριά, τα άπλωναν επάνω στις λυγιές, στις πικροδάφνες, ή στους θάμνους του ποταμιού. Εάν ήταν λιακάδα, ήταν όμορφα να βλέπει κανείς απλωμένα τα πεντακάθαρα αυτά ρούχα και στρωσίδια κι ένιωθε και την γοητεία της γραφικότητας, αν δεν υποπτεύονταν το "αγκομάχι" της γυναίκας και εάν δεν έβλεπε τα σταφιδιασμένα δάχτυλά της, χεριών και ποδιών, από το ολοήμερο μούσκεμά τους μέσα στο νερό.
Κατά το απόγευμα που στέγνωναν τα ρούχα, τα μάζευαν, τα δίπλωναν προσεχτικά, τα φόρτωναν στο γαϊδούρι και έπαιρναν το δρόμο του γυρισμού. Αισθάνονταν μεγάλη ευχαρίστηση για τη δουλειά είχαν κάνει και εάν είχαν κάποιον στο σπίτι να τις περιμένει με "φωτιά και λυχνάρι αναμμένα", γύριζαν ξέγνοιαστες για τη βραδινή ξεκούραση.

Σαπουνοποιεία (οικογενειακά). Τα παλιά χρόνια, οι χωριάτικες Μεσσηνιακές οικογένειες (λαδοπαραγωγικές) δεν αγόραζαν σαπούνι από το μπακάλικο αλλά το έφτιαχναν μόνες τους. Δεν καταδέχονταν να το αγοράσουν, ήταν "ντροπή" να αγοράσουν σαπούνι. Εκείνο το "παλιοσάπουνο" το αγοραστό, το πράσινο του μπακάλη, που το αγόραζαν οι φτωχοί μόνο! Οι νοικοκυραίοι και οι καλές νοικοκυρές είχαν το δικό τους σαπούνι, άφθονο, κατακάθαρο και καλοστιβαγμένο αμέτρητα κομμάτια στο κατώι ή βαλμένα σε κάποιο ράφι.
Με τον καιρό βέβαια ξεπεράστηκε η προκατάληψη για το σαπούνι του εμπορίου γιατί και τα σαπούνια που κυκλοφορούσαν άρχισαν ποιοτικά να βελτιώνονται αλλά και γιατί είδαν ότι είναι πολύ κουραστικό να φτιάχνει κανείς και το σαπούνι μόνος του.
Θα περιγράψουμε τώρα τον τρόπο κατασκευής των σπιτίσιων σαπουνιών. Εννοείται ότι σαπούνι έψηναν μόνο στα λαδοπαραγωγικά χωριά, γιατί απαραίτητη προϋπόθεση ήταν το ακάθαρτο και χοντρό λάδι (μούργα). Αυτό το μάζευαν οι νοικοκυρές όλο τον χρόνο από τα τεπόζιτα, τις ζάρες και άλλα δοχεία αποθήκευσης του λαδιού της οικογένειας. Πολλές φορές ακόμα, μάζευαν μούργα και έξω από τα λιοτρίβια, όπου έρεε ο λιόσμος και κόρφιαζε σε τεχνητές λιμνούλες. Αν τα ακάθαρτα και χοντρά λάδια δεν ήταν αρκετά,δε δυσκολεύονταν οι νοικοκυρές να ρίξουν στο λεβέτι και λίγο καθαρό λάδι ή λίγδα από χοιρινό.
Ετοιμάζονταν λοιπόν οι νοικοκυρές, άναβαν στην αυλή μια μεγάλη φωτιά, έβαναν πάνω το μεγάλο λεβέτι, έριχναν μέσα τις μούργες με το ανάλογο νερό και τις έβραζαν. Ανάλογα με την ποσότητα του λαδιού, έριχναν καυστική ποτάσα, την "πέτρα", που την αγόραζαν από το μπακάλη και (μερικές) ένα πιάτο περίπου χοντρό αλάτι. Η "πέτρα" ήταν επικίνδυνη να κάψει και να τραυματίσει με σοβαρό έγκαυμα την απρόσεχτη νοικοκυρά ή τα παιδιά που χάζευαν εκεί γύρω.
Έριχναν λοιπόν τη ποτάσα στο λεβέτι, ενώ μια άλλη γυναίκα ανακάτευε το μείγμα μ' ένα χοντρό ξύλο. Όταν διαλυόταν κανονικά η πέτρα και το μείγμα γινόταν χυλός, τραβούσαν τη φωτιά και το άφηναν να κρυώσει - να πήξει. Την άλλη μέρα το έκοβαν με ένα μεγάλο μαχαίρι σε μεγάλα τεμάχια. Έπειτα τα έβγαζαν από το λεβέτι και τα άφηναν κάπου να ξεραθούν. Σε λίγο ήταν έτοιμο και η οικογένεια είχε το εφόδιό της και εξασφαλισμένη την καθαριότητά της για πολλούς μήνες.
Εννοείται ότι ηρωίδα και στην περίπτωση αυτή, όπως και σε τόσες άλλες, ήταν η γυναίκα, η ακούραστη χωριάτισσα Μεροπαία, που με τον ασίγαστο μόχθο της έφτιαχνε και ομόρφαινε τη ζωή των αντρών και των παιδιών της.

Ο "χερόμυλος" του καφέ. Τα παλιά χρόνια δεν πουλούσαν στα χωριά κομμένο καφέ. Τον πουλούσαν άκοφτο, ολόκληρα σπειριά, μέσα σε τσουβάλια. Οι καφεντζίδες αγόραζαν από τον μπακάλη τον καφέ, τον καβούρντιζαν στο ατομικό τους καβουρντιστήρι και έπειτα τον παραλάμβανε η γυναίκα τους "η καφετζού", για να τον κόψει στον μύλο του χεριού.
Ήταν ένα ωραίο χαλκωματένιο σκεύος και το πουλούσαν συνήθως οι γύφτοι, σαν τα σημερινά "θερμός", με λαβή εξωτερική, που έμπαινε σε μια τρύπα στη μέση του σκεύους και γύριζε μέσα τα δόντια που έσπαζαν και έτριβαν τον καφέ.
Επειδή ήταν δουλειά της υπομονής, το κόψιμο του καφέ το έκαναν οι καφετζούδες, όπως κάθονταν μπροστά στο καφενείο τους και χάζευαν τους περαστικούς.
Η ίδια δουλειά γινόταν και στα σπίτια, αλλά σε πολύ λίγα, γιατί τότε δεν έπιναν στα σπίτια καφέ. Οι άντρες τον έπιναν στα καφενεία, ενώ οι γυναίκες δεν τον έπιναν καθόλου.

Η ρόκα. Είναι το γνωστό πρωτόγονο εκείνο ξύλινο μηχάνημα της νηματοποιήσεως του μαλλιού, βαμβακιού, μεταξιού, λιναριού κλπ. Ένα σκέτο ξύλο ήταν, καλά δουλεμένο, που έβαζαν επάνω στο κεντρικό άξονά του το μαλλί ή το βαμβάκι. Από δω και από κει, από τον κεντρικό άξονα, ανέβαιναν δύο διχάλες – δυο κλάδοι ξύλου – για να εμποδίζουν το μαλλί να κατέβει κάτω. Τραβούσαν την πρώτη κλωστή από το μαλλί (την έφτιαχναν με τα δάχτυλά τους) και την έδεναν στο αδράχτι. Και από τότε άρχιζε κανονικά η δουλειά: να τραβούν με τα δάχτυλα μαλλί, να το στρίβουν κατάλληλα και να το κουβαριάζουν στο αδράχτι ή «δρούγα».
Η ρόκα ήταν περασμένη στη μέση της γυναίκας - στο ζουνάρι – το δεξί χέρι στο μαλλί και το αριστερό στο αδράχτι. Το ενδιαφέρον είναι ότι οι γυναίκες δεν είχαν ορισμένη ώρα για να "γνέσουν", ούτε ορισμένο τόπο. Όπου κι αν βρίσκονταν: στο κεφαλόσκαλο του σπιτιού, στο χαγιάτι, στην αυλόπορτα, στο δρόμο, όπως περπατούσαν, επάνω στο γαϊδούρι όταν πήγαιναν ή έρχονταν από τα χτήματα, όταν έβοσκαν τ' αρνάκια και τις προβατίνες και, ακόμη, όταν έφερναν "ζαλίγκα" τα ξύλα από το κάμπο ή το βουνό!
Συνήθη εικόνα στις γειτονιές ήταν να κάθονται πέντε - έξι γυναίκες η μια πλάι στην άλλη ή ημικυκλικά και έγνεθαν με τις ρόκες τους κουβεντιάζοντας. Και το έκαναν αυτό, όταν δεν είχαν άλλες δουλειές κι έβγαιναν στη γειτονιά με τη ρόκα για να... ξεκουραστούν! Τότε έδιναν κι έπαιρναν οι κουβέντες και όπως μίλαγε η καθεμία με τη σειρά ανάλογα κουνιούνταν και οι ρόκες τους, λες και κουβέντιαζαν οι ρόκες τους κι όχι οι ίδιες οι γριές. Από τις ρόκες αυτές έβγαιναν όλων των ειδών τα νήματα με τα οποία υφαίνονταν πετσέτες - μπόλιες και πεσκίρια - πουκάμισα, κουβέρτες και κιλίμια, κουστούμια μεταξωτά και τόσα άλλα χρήσιμα πράγματα εκείνου του καιρού.

Τα υποζύγια της Μερόπης.
Με τη λέξη "υποζύγια" εννοούμε βέβαια τα γαϊδούρια και τ' άλογα, που ήταν βοηθοί και σύντροφοι στην οικονομικοί και κοινωνική ζωή του ανθρώπου. Δεν αγνοούμε την χρησιμότητα των υπόλοιπων οικόσιτων ζώων, αλλά τα γαϊδούρια και οι άνθρωποι δένονταν διαφορετικά με τον άνθρωπο περνώντας μέρος στην κοινωνική και οικονομική ζωή του: στον καθημερινό του μόχθο, στις γιορτές και στα πανηγύρια του, γι' αυτό και τ' αναφέρουμε σαν κοινωνικό στοιχείο της Μερόπης.
Τα υποζύγια της Μερόπης ήταν δύο ειδών. Τα γαϊδούρια που είχε σχεδόν κάθε σπίτι και ήταν περισσότερο για τις δουλειές ή και τη μετακίνηση των ανθρώπων προς τα χτήματα ή και άλλα χωριά με το απαραίτητο σαμάρι και κιλίμι. Γαϊδούρι είχαν οι πιο μικροί νοικοκυραίοι, εκείνοι που δεν είχαν πολλές δουλειές ή δεν ήθελαν να θρέψουν άλογο. Μερικοί είχαν και γαϊδούρι και άλογο.
Τα άλογα ήταν δύο κατηγοριών: τα σπιτίσια και τα επαγγελματικά, τα καροτσέρικα.
α) Πρώτα πρώτα να θυμίσουμε ότι ήταν αδύνατο να τα βγάλουν πέρα
με τις δουλειές τους οι άνθρωποι, εάν δεν είχαν τα άλογά τους: Για τις δουλειές της καλλιέργειας (σκαψίματα, χαρακώματα, γαλαζώματα κλπ) και προπαντός για τις δουλειές της συγκομιδής (σύκων, ελιάς και σταφίδας). Ήταν και πιο δυνατά ζώα και πιο γρήγορα από τα γαϊδούρια, αλλά και πιο αρχοντικά, πιο αφεντίστικα.
β) για τις μετακινήσεις τους από την Μερόπη σε άλλο χωριό για διάφορους λόγους: καβαλίκευαν το άλογό τους και πήγαιναν στον Μελιγαλά, στο Λεοντάρι, στην Ανδρίτσαινα και στην Καλαμάτα, πράγμα που δεν θα μπορούσε να κάνουν με το γαϊδούρι.
γ) πήγαιναν στις γιορτές ή στα πανηγύρια φίλων ή συγγενών που έμεναν σε άλλα χωριά. Τότε το άλογο στολιζόταν με το καινούργιο σαμάρι, την καινούργια καπιστράνα και το όμορφο κιλίμι. στην περίπτωση αυτή φαινόταν και η κοινωνική ή οικονομική θέση του νοικοκύρη. Οι άρχοντες και οι νοικοκυραίοι του καιρού δεν μπορούσαν βέβαια να κυκλοφορούν με γαϊδούρια.
Εκτός από τα άλογα τα επαγγελματικά και τα σπιτίσια, υπήρχαν και μερικά άλλα: της λεβεντιάς και του ασικιλιού. Άλογα ιπποδρομιακά, ας πούμε, μόνο για φιγούρα. Δηλαδή τα άλογα της «γιοργάδας», που εκτός από το τρέξιμο ήταν και όμορφα και πάντοτε στολισμένα.
Συνήθως αυτά τα άλογα τα επιδείκνυαν στα πανηγύρια. Στο Μελιγαλέικο πανηγύρι, όσοι είχαν τέτοια άλογα από τα γύρω χωριά, μαζεύονταν στον ειδικό χώρο της «πανηγυρίστρας» και έκαναν αληθινούς ιπποδρομιακούς αγώνες. Ήταν ωραίο το θέαμα για όσους το έβλεπαν, αλλά και η …δόξα γι’ αυτούς που νικούσαν και είχαν τα καλύτερα άλογα.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΚΗΔΕΙΑΣ

Οι γλωσσικοί μας ιδιωματισμοί

Ο Μεσσηνιακός πόλεμος, ο Αριστομένης και η Σπάρτη