Μεσσηνιακά παραμύθια (Κοπάνιτσα Τριφυλίας)

Τον παππά μου έστειλα γι’ άκναβα, για κάκναβα. (Κοπάνιτσα Τριφυλίας)
Καθ’ υπαγόρευση Βασιλικής Γαλάνη γεννηθείς το 1901


Νιά φορά κ’ ένα καιρό ήταν ένας παππάς και νιά παππαδιά. Και ήτανε η παππαδιά ούλο άρρωστη. Ο παππάς ξώδεψε τα μαλλοκέφαλά του στους γιατρούς και τους μάγους, για να γιάνει την παπαδιά. Αυτή δεν ήβλεπ’ άσπρη μέρα, ήτανε ούλο άρρωστη. Ο παππάς πολύ στεναχωρειώτανε και της και λέει μια ημέρα. «Τι χαβάς είν’ αυτός, παππαδιά; Δε μπορώ να σε καταλάβω». Η παππαδιά ήθελε να χάσει τον παππά, γιατ’ αγάπαγε το γείτονα. «Α δε μου φέρεις – του λέει -, παππά, τα άκναβα, τα κάκναβα, θα πεθάνω κι αν τα φέρεις θα γίνω καλά».
Ο βλάκας ο παππάς τα πίστεψε κ’ επήρε τα μάτια του να πα’ να βρει τα άκναβα και τα κάκναβα. Εγύρισε ούλον τον κόσμο, μα δεν μπόρεσε ναν τα βρει. Αντάμωσε ένα διακονιάρη. Του λέει: «πούθεν είσαι παππά;». «Μη με ρωτάς, ευλοημένε μου, είμαι πολύ μακρινός». «Και τι έχεις χαημένο;» «Είναι η παππαδιά μου πέντε χρόνια άρρωστη και δε μπορώ ναν της βρω γιατρειά με ούλους τους γιατρούς και τους μάγους. Και μ’ έστειλε για τα’ άκναβα και τα κάκναβα, και τότενες θα γιάνει άμα θαν της πάου». «Βρε μαύρε μου παππά, βρίσκουντ’ άκναβα και κάκναβα;». «Αμμ’ τι μου λέει αυτή, βρ’ ευλοημένε μου;». «Δεν το βλέπεις που σ’ έστειλε να σε χάσει; Κάποιον αγαπάει… Έλα να πάμε πίσω στο χωριό σου και, μόλις γνωρίσεις τον τόπο σου, θα σε βάλω μέσα σ’ ένα σακί και θα σε κόψω στον ώμο και θα πάμε στο χωριό σου. Κ’ εγώ θα ρωτήσω που είν’ του παππά το σπίτι κ’ εκεί θα σε βάλω ‘γω στο παραγώνι, με το σακί θα σε στυλώσω. Και θα ειπώ στην παππαδιά σου, αν είναι μέρος να μείνουμε εγώ και το τσουβάλι, που έχω λάδι μέσα από διακονιά, να μη μου χυθεί το λάδι».
Εδέχτηκε ο παππάς κ’ εσυμφωνήσανε με το διακονιάρη κ’ εξεκινήσανε για το χωριό του. Μόλις φτάσανε στο χωριό του κοντά, τον έβαλε τον παππά ο διακονιάρης μέσα στο σακί να μην τόνε γνωρίζουνε οι χωριάτες του, και τον έβαλε στο νώμο και τραύιξε στο δρόμο. Εμπήκε στο χωριό ρωτώντας που είν’ του παππά το σπίτι. Του είπανε κ’ επήγε. «Καλησπέρα παππαδιά!» «Καλώς το χριστιανό!». «Έχουτε μέρος, να μείνουμε κ’ εμείς εδωπέρα στο σπίτι σας;» «Πως, ευλοημένε μου! Γι’ αυτό τα έχουμε τα σπίτια, να μείνουνε καλοί και κακοί». «Μα ξέρεις παππαδιά, έχω κ’ ένα τσουβάλι λάδι και θέλω ναν το βάλω σε σίγουρη μεριά». «Ε, που αλλού θέλεις χριστιανέ μου; Εδωπά στην άκρη στο παραγώνι ναν το στυλώσεις».
Το φτειάσανε το λάδι (τον παππά μες’ στο τσουβάλι) κ’ εκάτσανε να φάνε παππαδιά, διακονιάρης και αγαπητικός. Μόλις φάγανε, λέει : «σαν είμαστε παρέα, να χορέψουμε!». Κ’ εχόρευε η παπαδιά μπροστά κ’ έλεγε το τραγούδι:
Τον παππά μου έστειλα γι’ άκναβα, για κάκναβα
Ήτε άκναβα έφερε ήτε πίσω γύρισε.
Και το ‘παιρνε ο διακονιάρης κι έλεγε:
Άκου τα, σακί δεμένο
Και στον τοίχο ακουμπισμένο!
Η παππαδιά θύμωνε κ’ εφώναζε στο διακονιάρη: «τίλογα το λες το τραγούδι, χριστιανέ μου;». «Α! είχα το νου μου στο σακί μου». Έπαψ’ ο χορός. Επήρε κι ο διακονιάρης το σακί του κ’ επήγε μακριά από το χωριό και τον έβγαλε τον παππά. Κ’ εκείνοι εζήσανε καλά κ’ εμείς καλύτερα.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΚΗΔΕΙΑΣ

Οι γλωσσικοί μας ιδιωματισμοί

Ο Μεσσηνιακός πόλεμος, ο Αριστομένης και η Σπάρτη