Μεσσηνιακά παραμύθια (ΣιδηρόκαστροΤριφυλίας)

Το έξυμνο παιδί (ΣιδηρόκαστροΤριφυλίας)
καθ’ υπαγόρευση Παναγιώτας Θεοδωροπούλου γεννηθείσα το 1881

Ήσαντε δυο αδερφοί, ο ένας είχε τέσσερα παιδιά, ο άλλος ήτανε άκληρος, δεν είχε παιδιά. Επέθανε κείνος που είχε τα τέσσερα παιδιά, έμειν’ ο άλλος. Μείναν κείνα τα’ αρφανά. Εκείνος ο αδερφός που έμεινε ήτανε κλέφτης πολύ, άγριος. Λέει, «δεν ξέρω από τούτα τα παιδιά τα τέσσερα, δεν ξέρω ποιο θα μου μοιάσει στην πονηρία και στην κλεψιά, ποιο θα είναι από τα τέσσερα κείνο το παιδί». Πιάνει, φτιάνει ‘να σπίτι και το έφτιασε μεγάλο όσο να πούμε του’ το σπίτι, ψηλό, μεγάλο και το σκεπάζει. Και παίρνει το παιδί το μεγαλύτερο και το βάνει μεσ’ το σπίτι. Εκεί δεν ήτανε από τον τοίχο τίποτις άλλο μέσα, μον τα πατερά κει πάνου, ήτε καλάμι ήτε ξύλο δεν ευλόγαε τίποτα.
Μεσ’ τον πατερό κρεμάει ένα καρβέλι ψωμί μ’ ένα σπάγγο. Και χάμου αφήνει ένα βαρέλι νερό, μον και μοναχά, τίποτις άλλο. Το παίρνει το παιδί και του λέει, «κάτσε, παιδί μου, μέσα και τώρα θα έρθω να πάμε σε δουλειά». Και το κλειδώνει μέσα με το κλειδί κ’ έφυγε και ήρθε το βράδυ πάλε. Εκείνο το παιδί πείναγε, νερό είχε κει-χάμου και ψωμί στον πατερό. Ξύλο δεν είχε, δεν εμπόρειε ναν το φτάσει. Ήρθε το βράδυ ο μπάρμπας. «Ε, ε, παιδί μου, δεν είσαι για μένα».
Μπάζει τ’ άλλο μέσα στο σπίτι. Τούτο ‘πως και τα’ άλλο. Το βαρέλι ‘χε νερό και το καρβέλι κρεμότανε. Και τα’ άλλο τα ίδια. Βάνει το τελευταίο, «παιδάκι μου, πα’ κάτου εδώ και τώρα θα γυρίσω», του λέει. Κειν’ το παιδκι, «βρε αδερφέ – λέει – ο μπάρμπας μ’ έκλεισε, άργησε, πέρασε η ώρα, τ’ είναι δω; Τι συμβαίνει; Εγώ πεινά. Καρβέλι κρέμεται ‘κει πάνου». Πατ έδιν’ ένα ντάκλο, άλλο ντάκλο, καλάμι δεν είχε ναν το φτάσει. «Για σωπάτε», λέει, σκεφτότανε… βγάνει τον κούκο και τον εγιόμιζε νερό και πατ εβάρειε το καρβέλι. Απάλυνε το ψωμί κ’ έπεσε, το κατάκιασε… Την εμπατσούρωσε, την τύλωσε. Ήρθε κι ο μπάρμπας, κάνει έτσι την πόρτα, τηράει. «Α, παιδάκι μου, - του λέει – σε πέθαν’ από την πείνα!». «Βλαστήμα με! – του λέει – την έκαμα δόγα».»Χμ! – λέει ο μπάρμπας – ετούτος είναι για μένα!». Τον πήρε μαζί του κ’ επηγαίνανε για κλεψιά.
Ψένανε σφαχτά δώθε – κείθε, ολούθε. Ότι του ‘λεγε ο γέρος, υποταζότανε το παιδί, τα’ ανιψίδι. Διάκανε… Πάνε νιά φορά σε νιά χούνη κι επήρανε νιά γίδα. Τη σφάξαν και την ψένανε σε νιά έρημο. Ρίξανε κούτσουρα απάνου γκουφάκια και τη βάλαν τη γίδα στο σουγλί και τηνφέρναν ένα γύρο. Του λέει, «φέρ’ τη ένα γύρο!» «Α, καημένε μπάρμπα!.. φέρ’ τη και συ λιγούλι, ρε μπάρμπα, κάηκα κ’ εγώ» του λέει. «Άϊ κείθε – του λέει – τσογλάνι!.. ναν τη φέρω! Τι σ’ έχω σένα;» και του τραβάει ένα σκαμπίλι. Σηκώνεται και φεύγει το παιδί. Κολλάει απάνου, πιάνει ένα ρίζωμα.
Και την ήφερν’ ο γέρος… Την έψησε και την έβγαλε και τη στύλωσε μέσα σ’ ένα δέντρο κι άρχισε να κόψει τα’ αρμίδι. Πατ κάνει το παιδί, «μπωμπώ μπώωω!...». Ο γέρος εφοβήθη κ’ εσκιάχτη. Ενόμιζε πως ήτανε της γίδας τ’ αφεντικό. Αφίνει τη γίδα ψημένη και γίνετ’ αστραπή… Γύρισε το παιδί πάλε κ’ επήε, την πήρε τη γίδα και την έκαμε κομμάτια κ’ έτρωγε μνιά βδομάδα χώρι’ από το γέρο. Στις οχτώ ημέρες την έφαγε και είχ’ ένα κομμάτι ακόμα. Κάπου τον εσυνάντησε το γέρο. «Άιντε καημένε μπάρμπα, - του λέει –την έφαγες κείν τη γίδα μοναχός σου». «Αχ! Παιδάκι μου, - του λέει – από τότε που σε βαρείγανε εσένα – του λέει – αστροπή γίνηκα, εδεκεί την άφηκα». «Έλα, ρε μπάρμπα, - του λέει – έχω ‘να κομμάτι, έτσ’ ήθελες να με μαλώσεις!». «Α, παιδί μου - του λέει – ξέρεις περ’σσότερα εσύ! Έλα να γίνεις εσύ καπετάνιος». «Ξέρεις τι; - του λέει – εγώ θα είμαι ο καπετάνιος και συ υποταζάμενος». Σηκώνουνται και παγαίνουνε.

Είχ’ ένας βασιλιάς χρήματα σ΄ένα πηγάδι, γιομάτο. Έπεφτε ούλο το παιδί μες’ στο πηγάδι κι έπαιρνε. Πήγανε δυο τρία βράδια κ’ επήρανε όσο μπορείγανε. Στα τρία βράδια πάνε πίσω. Εκείνος ο βασιλιάς τ’ αναζήτησε τα χρήματα στα δυο βράδια, μπάζει ένα λεβέτι κατριάμι μέσα στο πηγάδι και βάνει τα λεφτά. Του λέει, «καλά, ρε μπάρμπα, εδιάκα ‘ψε, προψέ. Θα πέσεις εσύ απόψε». Τόνε δένει με μια τριχιά και τόνε ρίχνει μέσ’ στο πηγάδι. Πέφτει μεσ’ στο κατριάμι ο γέρος και κολλάει. Εκαρτέρησε, εκαρτέρησε… τραβάει, πετάχτηκε ούλο κατριάμι απάνου. Του πήρε το κεφάλι, για να μην τόνε γνωρίζουνε, κ’ επήε ‘σιαπέρα στην πολιτεία.
Σ’ ένα σπιτάκι βρίσκει μια γερόντισα κι εμείνεσκε μαναχή της, δεν είχε κανένανε μπίτι. Της λέει, «εσύ ‘σαι θειάκω; - της λέει – δέχεσαι να μ’ έχεις παιδί σου;». «Μάλιστα -του λέει – να ΄ρθείς να σε κάμω παιδί μου, γιατί κ’ εγώ είμαι έρημη, να μ’ έχεις μητέρα». Επήρε, επήε μέσα, καθίσανε μεσ’ στο σπίτι. Πήγε, κλέφτει του βασιλιά τη γκαμήλα και την έσφαξε και την είχε κει κ’ εμαγέρευε στης γριάς το καλυβάκι κ’ ετρώγανε με τη γερόντισα. Της λέει, «γριά μάνα, τήρα μην έρθει κανείς και του βάλεις να φάει και μας μαρτυρήσει». «Όχι παιδάκι μου, δε βάνω κανενού, δεν έχω τραπέζι». Κ’ εμαγέρευε κάθε βράδυ η γερόντισσα να πάει και το παιδί να φάνε.
Εκεί που το ‘βαλε το κριάς από τα’ απόγιομα απάνου, επήγε νι’ άλλη γερόντισα κουβαρομαζωμένη κ’ εκείνη κ’ εμπήκε στο παραγώνι της αλληνής. Δεν επονηρεύτηκε και η –γι-άλλη γριά και της βάνει ένα μεζέ. Εκείνη τον ένα μεζέ έφαγε, τον άλλονε τόνε βάνει στην τσέπη, κι από χάμου τη φωτιά παίρνει ‘να κάρβουνο και βγαίνει όξω και κάνει γραπ μια χαραξιά στην πόρτα με το κάρβουνο. Και παγαίνει στο βασιλιά. «Ανακάλυψε η γερόντισσα τη γκαμήλα και ταχειά - λέει ο βασιλιάς – θα πάρουμε το στρατό να πιάσουμε τη γκαμήλα, γιατί η γριά ήφερε μεζέ». Ετοιμαχτήκαν την αυγή, για να τετοιώσουν τη γκαμήλα, να βρούνε το κρέας που το είχε η γριά.
Έρχεται και το παιδί το βράδυ, τηράει στην πόρτα, νιά χαρακιά. «Ήρθε κανείς εδώ σήμερα;». «Όχι», του λέει. Η γριά κωλοστριφτότανε, «ήρθε - του λέει – νιά γριά». «Της έβαλες κρέας;». «Της έβαλα, παιδάκι μου, ένα μεζέ από το χαρανί, ήταν ένα χουφτίμι σαν κ’ εμένα, πεινασμένη, με είδε που είχ’ απάνου το χαρανί».
Εκείνος εβγήκε στο παζάρι. Κ’ εσυζητάγανε ότι την ανακάλυψ’ ο βασιλιάς τη γκαμήλα, θα πηγαίνανε την αυγή να τη πιάσουνε. Διάει πίσω στο σπίτι και παίρνει κάρβουνα κι όσες καλυβίτσες ήσαντε τις έκαμε ούλες γρούτσου και γρούτσου, όπως το είχε καμωμένο η γριά. Εσυγνάστηκε το πρωί ο στρατός και τη βάνουν μπροστά τη γριά, «άιντε να μας ειπείς το γκαμήλι, σε ποιο σπίτι;» «Έχω νιά χαρακιά με κάρβουνο», λέει. Τηράνε, ούλες οι πόρτες είχανε χαρακιές από κάρβουνο. Την πιάνουν τη γριά και της το κόβουν το κεφάλι. «Λαδικό, - της λένε – μας κοροιδεύεις!».

Ετσακωθήκανε ο βασιλιάς ο δικός μας κι ο σουλτάνος. «Εγώ – του λέει ο δικός μας – δεν είμαι προετοιμασμένος». Πάει κείνο το παιδί στο βασιλιά και του λέει, «τι μου δίνεις να σ’ τόνε φέρω στα χέρια ολοζώντανο;» Όγοιος μου τόνε φέρει, θαν τον κάμω παιδί μου, θαν του δώκω, τη δυχατέρα μου». Ίσιαμε την Κυριακή θα σ’ τόνε φέρω κελεπούρι στην κάμαρή σου». Τι θα σου δώκω;», του λέει. «Να μου δώκεις τρεις αντρώπους – του λέει - και νιά στάμνα μέλι και πέντε οκάδες πούπουλα απ’ ότι μοστρίτσα υπάρχει στον κόσμο. Και τότε θα σ’ τόνε φέρω ‘γω ζωντανό στα χέρια σου».
Επήρε τρεις αντρώπους κι εκείνος τέσσεροι και τη στάμνα το μέλι και τα πούπουλα και φτάσανε στην πολιτεία απόξω από το παλάτι δυό ώρες.
«Γδύστε με - τους λέει – και αλείφτε με με μέλι». Τον αλείψανε. «Κολλάτε μου από κειν’ τα πούπουλα τα λογής». Εβάλανε μια αράδα κόκκινα… τουρλού τουρλού τον εστολίσανε και ήτανε αλλόκοτο πράμα… μόλις έφτασε στο παλάτι, εδιάει στην οξώμαντρα. Όγοιος τον έβλεπε ξεψύχαγε. (Οι άλλοι κάτσανε πέρα, μακριά). Τράκα - τράκα ανέβηκε στη σκάλα. Ένας φύλακας τον είδε, ξεψύχησε, άλλος τον είδε απιστομήθει. Ανέβηκε απάνου. Εκοιμώτανε κείνος απάνου στο κρεβάτι του, στην κάμαράτου. Του λέει, «έμπα μέσα!» (Στην κάσσα που είχε). Τον εκάρφωσε• τον παίρνει, τράκα - τράκα κατέβηκε. Ευρήκε τους άλλους, τον ερρίξανε στο καράβι και τον πηγαίνανε. «Ρε παιδιά, - έλεγ’ εκείνος ο σουλτάνος – και στον κάτου κόσμο να κουβεντιάζουνε!», γιατί άκουγε κουβέντες. Τον εδιάκανε. «Έι – του λέει ο δικός μας βασιλιάς – τι πόλεμο ζητάς; Κάμε μου χαρτιά – του λέει – ειδαμώς δε σ’ απολά’ να πας στο βασίλειό σου». Κάμανε χαρτιά, εκουβεντιάσανε κ’ έφυγ’ εκείνος.
«Εγώ ήμουνα – του λέει του βασιλιά το παλληκάρι – που σου πήρα το γκαμήλι, που σου πήρα τα λεφτά, που σου ‘καμα κείνο κι εκείνο». Εκείνος έλεγε πως θαν τον κάμει γαμπρό ο βασιλιάς. «Εγώ σου ήφερα και το βασιλιά ζωντανό». «Εσύ – του λέει – μου ήφερες το βασιλιά; Και τι γαμπρό να σε κάμω; Ταχειά θα με πας κ’ εμένα… Κόφτε τονε», λέει. Και τον επαστρέψανε.

Σχόλια

  1. Συγχαρητήρια για τo blog και την ανάρτηση!Χαιρετησμούς απο το Σιδηρόκαστρο!
    Η Παναγιώτα Θεοδωροπούλου καταγώταν απο το Σιδηρόκαστρο;Πως έγινε η αφήγηση;

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Tο Meropitopik δημοσιεύει κάθε σχόλιο το οποίο είναι σχετικό με το θέμα στο οποίο αναφέρεται το άρθρο. Ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετούμε τις απόψεις αυτές και ο διαχειριστής διατηρεί το δικαίωμα να μην δημοσιεύει συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια. Σε κάθε περίπτωση ο καθένας φέρει την ευθύνη των όσων γράφει και το Meropitopik ουδεμία ευθύνη φέρει περί αυτών.

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΚΗΔΕΙΑΣ

Οι γλωσσικοί μας ιδιωματισμοί

Ο Μεσσηνιακός πόλεμος, ο Αριστομένης και η Σπάρτη