Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Οκτώβριος, 2009

Ο Μεσσηνιακός πόλεμος, ο Αριστομένης και η Σπάρτη

Εικόνα
Παρά την γενικότητα του όρου "Μεσσηνιακός", στην πραγματικότητα ο πόλεμος (τουλάχιστον στην πρώτη του φάση) αφορούσε το Μεσσηνιακό κράτος της αρχαίας Στενυκλάρου. Η Στενύκλαρος βρισκόταν στην έκταση που καταλαμβάνει σήμερα ο δήμος Οιχαλίας και μεταξύ των κωμοπόλεων του Μελιγαλά και του Διαβολιτσίου. Τα πεδία των πολεμικών συγκρούσεων ήταν εκεί που σήμερα βρίσκονται τα χωριά Μερόπη και Οιχαλία. Η συγλονιστηκότερη μάχη ανάμεσα στους εισβολείς Σπαρτιάτες και τους αμυνομένους Μεσσήνιους έγινε στην τοποθεσία "κάπρου σήμα". Η τοποθεσία αυτή βρισκόταν εκεί που είναι σήμερα ο συνοικισμός Τσαούση του χωριού Μερόπη[1]. Ο Μεσσηνιακός πόλεμος (743-724 π.Χ.) ξεκίνησε από μια ασήμαντη αφορμή, που πίσω απ' αυτήν οι Σπαρτιάτες προσπάθησαν να καλύψουν τις πραγματικές αιτίες των επιθετικών τους ενεργειών, τη λυσσαλέα τους επεκτατική βουλιμία δηλαδή και την δίψα τους για εξουσία, εφόσον στόχος τους ήταν να καταστήσουν τους Μεσσήνιους είλωτες. Αν αναλογιστούμε ότι δικτάτορες ολ

28η Οκτωβρίου 1940 - "ΟΧΙ". Επετειακό - Ιστορικό αφιέρωμα στο "ΟΧΙ" της Ελλάδας και της Άνω Μεσσηνιας

Εικόνα
28η Οκτωβρίου 1940 Μια επέτειος, ένας θρύλος, μια μνήμη κι ένα χρέος. Ήταν 15 Αυγούστου του 1940. Ο λαός της Ελλάδας προσκυνούσε ταπεινά τη Δέσποινα του Αρχιπελάγους στην Τήνο όταν το ιταλικό υποβρύχιο χτύπησε ύπουλα και βύθισε το αντιτορπιλικό «Έλλη» με τους φτωχούς προσκυνητές, τις γυναίκες, τους γερόντους και τ' άρρωστα παιδιά. Κι ήταν πικρό χάραμα της 28ης Οκτωβρίου του 1940 όταν οι σειρήνες με το τρομακτικό ουρλιαχτό τους στις πόλεις και οι καμπάνες στα χωριά ανακοίνωναν στο Πανελλήνιο ότι η φασιστική Ιταλία με έγγραφο τελεσιγραφικό ζητούσε από τον πρωθυπουργό της Ελλάδας να της παραχωρήσει τμήματα του εδάφους της. Και η απάντηση της Ελληνικής κυβέρνησης ήταν το λακωνικό μα περίτρανο «ΟΧΙ». Ένα «ΟΧΙ» που το στήριξε ο Ελληνικός λαός με πρωτοφανή προθυμία και αυταπάρνηση, απλά και αυτονόητα σαν φυσιολογική εκδήλωση της Ελληνικής ψυχής όπως αυτή διαπλάστηκε ανάμεσα στους αιώνες. Γιατί τα μεγάλα κεφάλαια της Ελληνικής ιστορίας αρχίζουν και τελειώνουν με ένα μεγάλο

Το σπίτι στη Μερόπη (Αρχιτεκτονική)

Εικόνα
Δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι το σπίτι στην Μερόπη, και γενικά το Μεσσηνιακό σπίτι, είχε ιδιαίτερη και αξιόλογη αρχιτεκτονική φυσιογνωμία. Ήταν ένα απλό παραλληλεπίπεδο οικοδόμημα, ισόγειο ή ανώγειο, είτε πλαγιαστό σαν κιβώτιο (μεγαλύτερη η διάσταση του μήκους) είτε όρθιο (μεγαλύτερη η διάσταση του ύψους) που είχε από τη μια πλευρά τη σκάλα και το χαγιάτι και στις άλλες πλευρές μπαλκόνια. Ως το 1900 περίπου, τα πιο πολλά σπίτια στην Μερόπη ήταν ισόγεια ή με 3 – 4 σκαλοπάτια. Ελάχιστα ήταν τότε τα ανώγεια, που και αυτά το ισόγειο το είχαν σαν χώρο αποθήκης: κρασιά, λάδια, σταφίδες, σύκα, γεωργικά εργαλεία κ.λπ. Τα ισόγεια σπίτια εσωτερικά είχαν: μια μεγάλη σάλα, ένα δωμάτιο ύπνου, μια σοφίτα και μερικά είχαν και «γωνιά», δηλαδή τζάκι. Λέμε μερικά μόνο είχαν γωνιά, γιατί τα σπίτια αυτά ήταν μικρά και στενόχωρα και δεν είχαν μέρος για « γωνιά». Γι' αυτό από πολύ παλιά υπήρχε το «παράσπιτο», ένα μικρό σπιτάκι, όπου στεγαζόταν η «γωνιά» και στις περισσότερες περιπτώσεις χρησιμοποι

Το σπίτι στη Μερόπη (Λειτουργικότητα)

Εικόνα
Από λειτουργική άποψη το σπίτι της Μερόπης, όπως και όλα τα χωριάτικα σπίτια, παρουσίαζε την παρακάτω εικόνα. Τα πολύ παλιά χρόνια, όταν ακόμη τα σπίτια ήταν ισόγεια και με τους λίγους χώρους, βασικός χώρος για την παρασκευή του φαγητού, για το μεσημεριανό ή βραδινό φαγητό, την κουζινική λάτρα κ.λπ. ήταν ο χώρος της «γωνιάς», δηλαδή της εστίας του σπιτιού, που βρισκόταν η στην άκρη του κυρίου σπιτιού ή στο παράσπιτο. Εκεί η νοικοκυρά μαγείρευε το φαγητό και εκεί μαζεύονταν τις χειμωνιάτικες μέρες και νύχτες για να «πυρωθούν» τα μέλη της οικογένειας, να καπνιστούν μέχρι κλάματος, να καψαλιστούν τα πόδια των παιδιών, να πουν τα χειμωνιάτικα παραμύθια τους και εκεί να περιμένουν με λαχτάρα το φαγητό που έβραζε στο τσουκάλι ή στο τέντζερη και, τέλος, εκεί να νυστάξουν, ώσπου τα άρπαζε η μάνα τους και τα πέταγε πλάι στη στρωματσάδα που ήταν από νωρίς ετοιμασμένη. Στο χώρο αυτό της «γωνιάς» και πλάι στη φωτιά, τα πολύ παλιά χρόνια, στηνόταν το χαμηλό ολοστρόγγυλο τραπέζι, «ο σοφράς», για

Παλαιά ξεχασμένα επαγγέλματα του τόπου μας

Εικόνα
Τα παραδοσιακά επαγγέλματα αντανακλούν τις ιδιαίτερες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν σε ένα ιστορικό πλαίσιο συνεχών και κομβικών αλλαγών, από το 19ο στον 20ό αιώνα στα χωριά μας. Μέσα στις τρομακτικές αλλαγές που έγιναν στον κόσμο και μέσα στους άπιαστους ρυθμούς της εποχής μας-που τρέχει για να φτάσει πού; ορισμένες οικείες μορφές και φωνές που μοιράζονταν τη ζωή μαζί μας εξαφανίστηκαν. Μικροεπαγγελματίες, δουλευτάδες, πωλητές που πλανιόνταν στις γειτονιές διαλαλώντας το εμπόρευμά τους χάθηκαν ανεπιστρεπτί. Και μπορεί η επινοητικότητα του ανθρώπου να αντικατέστησε την «παροχή υπηρεσιών» τους με κάτι άλλο, πιο σύγχρονο, δεν μπόρεσε όμως να αντικαταστήσει την επαφή μαζί τους, την ανθρώπινη ζεστασιά. Αυτοί οι μεροκαματιάρηδες, που δούλευαν στο εργαστήρι του χρόνου φέρνοντας έξω από την πόρτα μας αγαθά με ένα μόνιμο χαμόγελο και με τις χαρακτηριστικές τους φωνές, παραμένουν γραφικοί και ανεπανάληπτοι στη μνήμη μας. Τότε που τα αγαθά ήταν λιγοστά και τα περισσότερα

Ο ναός του Επικούρειου Απόλλωνα περιστρέφεται!

Εικόνα
Εικοσιδύο χλμ βόρεια της Μερόπης, κοντά στα σύνορα με την Ηλεία, βρίσκεται ο ναός του Επικούρειου Απόλλωνα στις Βάσσες, που κρατά, κάποια αναπάντεχα μυστικά βαθιά κρυμμένα. Κυριολεκτικά βαθιά στα θεμέλια του. Αντικειμενικός στόχος αυτής της ανάρτησης είναι να προβληματίσει και να καταστήσει ορισμένα γεγονότα και καταστάσεις πιο γνωστά στο ευρύ κοινό. Γεγονότα και καταστάσεις τα οποία μας αφήνουν αιχμές για την τεχνολογία που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες, που ακόμα και σήμερα αγνοούμε. Οι αρχαίοι Έλληνες κοιτούσαν συνεχώς τον ουρανό, σαν να ήξεραν ότι κάτι βρίσκεται εκεί. Χτίσανε τις πόλεις και τους ναούς τους κοιτώντας τα άστρα. Κοιτώντας τα άστρα οι ίδιοι και οι ναοί τους. Όλα είναι χτισμένα αρμονικά και σε απόλυτη αναλογία. Οι αποστάσεις και τα νούμερα που μας δίνονται, φανερώνουν ότι όλα αυτά δεν έγιναν τυχαία. Οι αρχαίοι ελληνικοί ναοί δεν ήταν τυχαία αρχιτεκτονήματα. Σίγουρα. Δεν κατασκευάστηκαν μόνο για να στεγάσουν την Ελληνική θρησκεία, αλλά και για να αποτυπώσουν την αρμ

Μεσσηνιακά παραμύθια (Κοπάνιτσα Τριφυλίας)

Ο παπάς καί ή παπαδιά. (Κοπάνιτσα Τριφυλίας) Καθ’ υπαγόρευση Ελένης Γαλάνη γεννηθείσα το 1858 Παραμύθι μυθικό κάτσε χάμου νά σ' τό ειπώ Ήτανε νιά παπαδιά κι αγάπαε ένα γείτονά της και θελησε ν' αφήκει τον παπά της να πάρει κειν' το γείτονα της. Κ' εφτειάσανε με δαύτονε απο το 'να σπίτι 'ς τ' άλλο ένα λαγούμι κ' επερνωδιάβαινε ή νοικοκυρά. Του λέει του παπά της ότι ο γείτονας εκεί παντρεύεται. "Ποιά παίρνει", της λέει "μνια απο τήν άλλη ρούγα, τη Σταμάτα". Καλειούνε τον παπά να πα' να' στεφανώσει. Επήγε ο παπάς εκεί εμπήκε η παπαδία απο το αλλό μέρος κ' ευρέθει νύφη. Πάει ο παπάς να στεφανώσει τηράει... ήτανε η παπαδιά του! Τού 'ρθε απορία. Λέει "ρε παιδιά για στακάτε λησμόνηκα κάποιο χαρτί." Πάει 'ς το σπίτι του μπαίνει εκείνη πάλε από το καταφύγιο τη βρίσκει μεσα. Του λέει "παπά μου γιατί ήρθες; δε στεφανώνεις τους ανθρώπους;". "Κάτι αλησμόνηκα". "Άϊ- του λέει - πήγαινε να στ

Μεσσηνιακά παραμύθια (Κοπάνιτσα Τριφυλίας)

Όπου κούπα και χαρά η Γκιόναινα μπροστά (Κοπάνιτσα Τριφυλίας) Καθ’ υπαγόρευση Ελένης Γαλάνη γεννηθείσα το 1858 Εγινότανε κάποιος γάμος κ’ επήγε και η Γκιόναινα. Εκεί ετεχνάστηκαν εκείνοι που ήσαντε στο γάμο και είπανε: «τι νάντης φτειάσουμε εκεινής ναν τη μεθύσουμε, να μη μας φορτώνεται κάθε όποτε στο γλέντι». «Γεια σου, Γκιόναινα!», ο ένας, «γειά σου Γκιόναινα!» ο άλλος, τη μεθύσανε τη Γκιόναινα κ’ εξεράθει. Πιάνουν και την ξουρίζουν στο κεφάλι τη Γκιόναινα. Έναν καιρό της πέρασε της Γκιόναινας το μεθύσι κ’ εξύμισε. Τηράει, ήτανε ξουρισμένη. Λέει: «εγώ είχα μαλλιά, είχα τζουλούφια και τώρα δεν έχω τίποτα. Εγώ ήμουνα η Γκιόναινα, τώρα ποια να είμαι; Θα πάου – λέει – στο σπίτι της Γκιόναινας κι αν είναι η Γκιόναινα ‘κει, δε θα ειμ’ εγώ, κι αν δεν είναι η Γκιόνενα εκεί, θα είμαι η Γκιόναινα ‘γω. Πάει μιλάει: «βρε παιδιά της Γκιόναινας, ε, παιδιά της Γκιόναινας!». «Ορίστε!», είπανε τα παιδιά. «Που είναι η μάνα σας;». «Είναι στο γάμο», της είπανε. «Εγώ είμαι η-γι-άραγνη –είπε-. Εγώ είμαι

Μεσσηνιακά παραμύθια (Κοπάνιτσα Τριφυλίας)

Τον παππά μου έστειλα γι’ άκναβα, για κάκναβα. (Κοπάνιτσα Τριφυλίας) Καθ’ υπαγόρευση Βασιλικής Γαλάνη γεννηθείς το 1901 Νιά φορά κ’ ένα καιρό ήταν ένας παππάς και νιά παππαδιά. Και ήτανε η παππαδιά ούλο άρρωστη. Ο παππάς ξώδεψε τα μαλλοκέφαλά του στους γιατρούς και τους μάγους, για να γιάνει την παπαδιά. Αυτή δεν ήβλεπ’ άσπρη μέρα, ήτανε ούλο άρρωστη. Ο παππάς πολύ στεναχωρειώτανε και της και λέει μια ημέρα. «Τι χαβάς είν’ αυτός, παππαδιά; Δε μπορώ να σε καταλάβω». Η παππαδιά ήθελε να χάσει τον παππά, γιατ’ αγάπαγε το γείτονα. «Α δε μου φέρεις – του λέει -, παππά, τα άκναβα, τα κάκναβα, θα πεθάνω κι αν τα φέρεις θα γίνω καλά». Ο βλάκας ο παππάς τα πίστεψε κ’ επήρε τα μάτια του να πα’ να βρει τα άκναβα και τα κάκναβα. Εγύρισε ούλον τον κόσμο, μα δεν μπόρεσε ναν τα βρει. Αντάμωσε ένα διακονιάρη. Του λέει: «πούθεν είσαι παππά;». «Μη με ρωτάς, ευλοημένε μου, είμαι πολύ μακρινός». «Και τι έχεις χαημένο;» «Είναι η παππαδιά μου πέντε χρόνια άρρωστη και δε μπορώ ναν της βρω γιατρειά με ούλο

Μεσσηνιακά παραμύθια (Τρίκορφα [Πεντιά] Μεσσήνης)

Ο Σπανός. (Τρίκορφα [Πεντιά] Μεσσήνης)   Καθ’ υπαγόρευση Παναγιώτη Νταμουρά γεννηθείς το 1853 Ήταν ένας σπανός κ’ επάαινε στο παζάρι και τους εγέλαε, ζύαζε τα γεννήματα, τ’ άδειζε στην αποθήκη κ’ έφευγε. Πααίνανε, ψάχανε κείνοι, δεν μπόρειγαν ναν τον ευρούνε, τους εγέλαγε. Πάει κ’ ένας, του λέει: βρε σπανέ, γιατί γελάς τον κόσμο – του λέει – και τους παίρνεις τα γεννήματα; «Αμμ’ τι γέλασμα!», του λέει. «Είσαι καλός να γελάσεις κ’ εμένα;» «Αμμ’ δεν έχω τα’ εργαλεία μου – του λέει – κι απέ σ’ εγέλαγα». Γυρίζει, του λέει: «παρ’ τα μουλάρια μου και να πας ναν τα φέρεις». Τα παίρνει τα μουλάρια, πάει και τα πουλάει. Καρτερεί για τα μουλάρια κείνος, ναι… «Με γέλασε!», λέει. Βρίσκει εκεινούς που τους έπαιρνε τα γεννήματα και παίρνουν κοντά ναν τόνε βρούνε. Ο σπανός έφυγε κ’ εδιάκε κ’ εβρήκε δυο κλέφτες. Ένας ψηλότερα σε νιά ράχη έκανε ζευγάρι. Τους λέει: να πάτε να του πάρουτε το ‘να βόιδι». Εδιάκε κι ο σπανός, εκρέμασ’ ένα σκοινί κ’ εκουνιώτανε κ’ έλεγε: «το θάμα που είδα σήμερα!...» Φεύγ

Μεσσηνιακά παραμύθια (Ανδρούσα Μεσσήνης)

Οι δώδεκα μήνοι. (Ανδρούσα Μεσσήνης)  Καθ’ υπαγόρευση Βασιλικής Δ. Μαρκοπούλου γεννηθείς το 1878 στην Πελεκανάδα Νιά φορά ήτανε νιά γριά κ’ επήε για λάχανα. Έπιασε νιά ψιχάλα, μπήκε σε μια σπηλιά, να μη βραχεί. Εκεί ευρήκε τους δώδεκα μήνους στη σπηλιά, καθόντανε. Τους είπε «καλημέρα παιδιά!» μέσα που μπήκε. «Ποιος μήνας είναι ο καλός γερόντισσα;», της λέει ένας. «Ε, καλοί είναι – λέει – ο άγιο-Δημήτρης έχει τους μούστους, έχει τα σταφύλια, καλός μήνας…, ο άλλος μήνας… καλός, ούλοι καλοί. Ο άγιο-Βασίλης έχει τα’ αρνιά, έχει τις Βασιλόπιτες. Ο φλεβάρης καλός είν’ κ’ εκείνος, κάνει γλύκα, έρχονται τα χορτάρια, βόσκουν τα μαρτίνια. Ούλ’ οι μήνες είναι καλοί.» πιάσανε, γιομίσαν το σακούλι φλωριά της γριάς. Έφυγε η γριά, πήγε στο σπίτι της. Το είδε και μνιά γριά, άμα το είδε κ’ εκείνη, λέει: « θα πα’ κ’ εγώ!». Επήγε κ’ εκείνη… πάει μέσα, άμα μπήκε, της είπανε: ποιος μήνας είν’ καλός;» «Ο άγιο-Δημήτρης – λέει – ξέρα και την κακή του ημέρα, δεν είναι καλός, ο Γενάρης – λέει – κρύο! Δε μπορ

Μεσσηνιακά παραμύθια (Κορομηλιά Μεσσήνης)

Η φτωχιά και η πλούσια (Κορομηλιά Μεσσήνης)  Καθ’ υπαγόρευση Ηρακλή Τσερπέ γεννηθείς το 1907 Μια φορά κ’ έναν καιρό ήτανε δύο γυναίκες, μνιά φτωχιά και μνιά πλούσια. Τα παιδιά της πλούσιας ήτανε αδύνατα και της φτωχιάς ήτανε γιερόσωμα. Νιά ημέρα της λέει: «Γιατί τα δικά σου παιδιά είναι γιερά και τα δικά μου είναι λουβά; Τι τα ταΐζεις;… εγώ τα ταΐζω από ούλα τα καλούδια». Αυτήν τη φτωχιά την έπαιρνε και της εζύμωνε ψωμί. Της λέει: «νίβω Τα χέρια μου και τα ταΐζω τα’ απονιψίδια του χεριώνε μου». Ετότε η πλούσια δεν την άφηνε να πάρει άπλυτα τα χέρια της και τα ‘πλενε, για να ταίσει το χοιρινό της η πλούσια. Τότε τα παιδιά πεινάγανε• δεν είχε τι ναν τα ταΐσει, τι ναν τους δώκει. Ετότε επήρε τη ρόκα της κ’ εβγήκε όξω στο φεγγάρι κι άναψε φωτιά κ’ εκαθότανε κι έγνεθε κ’ εσκεφτότανε τι να κάμει, που δεν είχε να ταΐσει τα παιδιά της ψωμί. Το’ επήγανε οι μήνες και τη ρωτήσανε , της λένε «ποιος μήνας είναι καλός και ποιος μήνας ο άχαρος , κακός;» «Παδί μου, - του λέει – ούλ’ οι μήνες καλοί