Η ιστορία της συγκοινωνίας στη Μερόπη


Πριν εμφανιστεί και πριν κυκλοφορήσει το αυτοκίνητο, το κύριο και βασικό συγκοινωνιακό μέσο ήταν ο σιδηρόδρομος, για τα μέρη βέβαια που περνούσε τραίνο.
Το τραίνο και ιδιαίτερα ο σιδηροδρομικός σταθμός, ήταν ένα παράθυρο στον κόσμο για εκείνη την εποχή. Έσπαζε την μονοτονία της ζωής του χωριού, αλλά και την ώρα που περνούσαν τα τραίνα στο σταθμό έβγαιναν ως εκεί οι χωρικοί, ιδίως οι νέοι και οι νέες για να κάνουν τη βόλτα τους και να δουν φίλους και γνωστούς που πήγαιναν κι ερχόντουσαν από τα ξένα μέρη.
Δυστυχώς η Μερόπη δεν είχε αυτό το προνόμιο και, εκτός από τη γραφικότητα υστερείτο και της τεράστιας σημασίας εμπορική και συγκοινωνιακή διευκόλυνση. Γιαυτό εξυπηρετείτο συγκοινωνιακά από το Ζευγολατιό και περισσότερο από το Μελιγαλά που ήταν και είναι και πιο κοντά. Στο Μελιγαλα λοιπόν κατέβαιναν οι Μεροπαίοι με το γαϊδούρι ή το άλογο ή και πεζοί εάν δεν είχαν αποσκευές για να ταξιδέψουν. Και στο Μελιγαλά αποβιβάζονταν όσοι ερχόντουσαν από τα ξένα μέρη: εμπορευόμενοι, φοιτητές, στρατιώτες κλπ. και εκεί το βράδυ τους καρτερούσαν οι οικείοι τους με τα γαϊδουράκια ή τα άλογα για να τους παραλάβουν. Στο δρόμο για το Μελιγαλά ή στο σταθμό στο Μελιγαλα εκείνα τα χρόνια οι Μεροπαίοι έζησαν πολλές συγκινήσεις και δοκίμασαν μεγάλες αγωνίες ξεπροβοδίζοντας ή αναμένοντας αγαπημένα τους πρόσωπά, ιδίως στρατιώτες στα χρόνια των πολέμων.
Πρέπει όμως να αναφέρουμε ότι προ του 1890 δεν υπήρχε ούτε τραίνο. Και ακόμα πιο παλιά δεν υπήρχαν ούτε καρόδρομοι. Όλες οι συγκοινωνίες και οι μεταφορές γινόντουσαν με τα ζώα.
Από το 1905 όμως η διακίνηση προς το Μελιγαλά γινόταν με άμαξες επαγγελματικές.
Είχαμε λοιπόν τους αμαξάδες και τα αμάξια μας, τα λεωφορεία της εποχής, που εκτός από τη Μερόπη εξυπηρετούσαν και τα χωριά Οιχαλία Λουτρό και Φίλια.
Δύο ήταν οι αμαξάδες της εποχής 1910 - 1925 περίπου. Ο Γιώργης ο Σούφης από τη Μερόπη και ο Θύμιος ο Πάπαλος από την Οιχαλία. Λένε ότι υπήρχε και τρίτος αμαξάς που τον λέγανε Περικλή. Οι Μεροπαίοι μάλιστα είχαν κι ένα δίστιχο γι' αυτούς. " Πάπαλος και Σούφης και Περικλής μαγκούφης".

Και οι δύο αμαξάδες άρχιζαν τη διαδρομή τους από την Οιχαλία και περνώντας από τη Μερόπη γέμιζαν επιβάτες για το τραίνο. Αν υπήρχαν πολλοί επιβάτες έκαναν και δύο διαδρομές. Στο σταθμό Μελιγαλά περίμεναν το τραίνο για να παραλάβουν όσους ερχόντουσαν από τη Καλαμάτα ή από αλλού και να τους μεταφέρουν στα χωριά τους. Αυτό γινόταν πολλές φορές την ημέρα όσα και τα τραίνα που περνούσαν. Μερικές φορές οι άμαξες αυτές κι εφόσον υπήρχαν επιβάτες έκαναν δρομολόγια και στη Καλαμάτα.
Οι άμαξες εκείνες ήταν κατάμαυρες, ωραίες, μεγάλες και κλειστές. Σύρονταν από δύο άλογα και ήταν σχετικά μεγαλοπρεπή οχήματα. Ξεκινούσαν νύχτα από το χωριό και γι' αυτό οι ταξιδιώτες έπρεπε να σηκωθούν πρωί πρωί και να πάνε στο καφενείο να περιμένουν την άμαξα. Χρειαζόταν ολόκληρη διαδικασία για ένα τέτοιο ταξίδι: πρωινό ξύπνημα όλης της οικογένειας (άγρια μεσάνυχτα) έπρεπε να αναφτεί η λάμπα πετρελαίου η το λυχνάρι για να ετοιμαστεί ο νοικοκύρης να βάλει τα καλά του να περάσει το κολάρο του που ήταν πρόσθετο πάνω στο πουκάμισο να δέσει τη γραβάτα (και δεν ήταν εύκολο να τη δέσει γιατί την έδενε τέσσερες φορές το χρόνο μόνο) και τέλος να βάλει και τη ρεπούμπλικα.
Μετά την ετοιμασία του σπιτιού οι υποψήφιοι επιβάτες μαζεύονταν στο καφενείο (δεν ήταν όμως μόνο αυτοί και κάνει εντύπωση τι γύρευαν εκεί νύχτα νύχτα οι άλλοι) παράγγελλαν ένα καυτό τσάι με κονιάκ ή καφέ και χουχούλιαζαν τα χέρια τους γύρω από ένα ψωρομάγκανο με μισαναμένα κάρβουνα που τσίριζε πάνω τους μια στημένη λεμονόκουπα. Και όταν έβρεχε ή φυσούσε αέρας ήταν να λυπάται κανείς τους ταξιδιώτες. Τέλος ερχόταν η άμαξα και ξεκινούσαν για το ταξίδι τους έχοντας πολλές φορές διπλωμένα τα πόδια τους με κουβέρτα για να προστατεύονται από τη βροχή ή τον κρύο αέρα.
Ο Γιώργης ο Σούφης ήταν καλοσυνάτος άνθρωπος και ευχάριστος. Σωστός αμαξάς της εποχής, με το μουστάκι του, τα ψηλοτάκουνα παπούτσια του, το ρεπούμπλικο "κουμπέ" και τη μακριά βίτσα (μαστίγιο) στο χέρι, έστεκε καμαρωτός - καμαρωτός επάνω στην άμαξα του. Είχε δύο ωραία και πανύψηλα άλογα πάντοτε, που με το ρυθμικό και σταθερό καλπασμό τους έδιναν περισσότερη μεγαλοπρέπεια στο πέρασμα της αμαξάς του. Έμενε στο Σπανοχώρι.
Αυτές οι άμαξες - του Σούφη και του Πάπαλου - δυναστεύονταν κυριολεκτικά από τα "παλιόπαιδα" της εποχής. Μανία τους ήταν να κρεμαστούν πίσω από την καρότσα για να ταξιδέψουν 200 – 300 - 500 μέτρα. Για το λόγο αυτό όταν ερχόντουσαν οι άμαξες από το Μελιγαλα (ήξεραν την ώρα βλέπετε) έβγαιναν προς την εκκλησία στο Σπανοχώρι και κρυβόντουσαν. Όταν περνούσε η άμαξα πεταγόντουσαν σαν τις νυφίτσες από τα χαντάκια και σκαρφάλωναν πίσω από τη καρότσα. Ο Σούφης καταλάβαινε ότι σκαρφάλωναν τα παιδιά και με τη βίτσα του, που είχε σκόπιμα μεγάλο το λουρί, τα περιποιείτο! Πολλές φορές χτυπούσε και τα άλογα να τρέξουν πιο πολύ και δε μπορούσαν ακίνδυνα τα παιδιά να πηδήξουν κάτω για να γλιτώσουν τις βιτσιές. Όμως επειδή ήταν καλός άνθρωπος τις περισσότερες φορές τα άφηνε και τα παιδιά χόρταιναν καβαλαρία ως το χωριό τζάμπα χωρίς βιτσιές.

Πρώτη φορά εμφανίστηκαν αυτοκίνητα στη Μερόπη το 1923. Ήταν δύο σαν τα σημερινά χαμηλά φορτηγά: ο "Αετός" και ο "Ιέραξ". Το καλοκαίρι ήταν ανοιχτα και το χειμώνα κλειστά με ένα είδος μουσαμά. Οι επιβάτες ανέβαιναν από μια μικρή σκάλα που κρεμόταν από το πίσω μέρος της καρότσας. Μέσα στη καρότσα υπήρχαν δύο πάγκοι αντικριστά για να κάθονται οι επιβάτες. Το καλοκαίρι που τα αυτοκίνητα ήταν ξεσκέπαστα οι επιβάτες κατέβαιναν κυριολεκτικά αλευρωμένοι από τη σκόνη που σήκωνε το αυτοκίνητο γιατί δεν υπήρχε κανένας δρόμος με άσφαλτο.
Τα δύο αυτά αυτοκίνητα τα είχαν ξένοι, οι Αφοί Βασιλόπουλοι από την Καλαμάτα. Η εμφάνιση τους στο χωριό μας έκανε τότε συγκλονιστική εντύπωση και ιδιαίτερα στα παιδιά: θόρυβος, σκόνη, βενζίνες, κορναρίσματα, ταχύτητες κλπ. και σκαρφαλώματα στη σκάλα της καρότσας πολλές φορές με κίνδυνο. Μια νέα εποχή άρχισε με την εμφάνιση του αυτοκίνητου. Λίγα χρόνια αργότερα έφερε το πρώτο λεωφορείο στο χωριό μας ο Δήμος Χριστόπουλος από το Λουτρό.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΚΗΔΕΙΑΣ

Οι γλωσσικοί μας ιδιωματισμοί

Ο Μεσσηνιακός πόλεμος, ο Αριστομένης και η Σπάρτη